Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Η ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ Ή ΠΕΡΙ ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΗΣ ΑΡΧΗΣ



     Πριν λίγες μέρες πήγα να υποδεχτώ ένα φιλικό μου πρόσωπο στα Κ.Τ.Ε.Λ. Εκεί που περίμενα, δύο άνθρωποι γνωστής ευπαθούς ομάδας, με πλησίασαν και μου πρότειναν την αγορά ρολογιού, κινητού και ξυριστικής μηχανής σε πολύ συμφέρουσες τιμές. Αρνήθηκα, αυτοί επέμεναν και έτσι χάζεψα για λίγο τα «προϊόντα». Στο τέλος κατάλαβαν ότι δεν επρόκειτο να αγοράσω. Όσο εκτυλίσσονταν αυτή η σκηνή, δεν αντελήφθην ότι δύο αστυνομικοί της ασφάλειας, παρακολουθούσαν από κοντινή απόσταση. Μόλις λοιπόν είδαν ότι δεν αγόρασα τίποτα, απευθύνθηκαν στους δύο πωλητές και τους είπαν: «πάλι εδώ είστε, δεν σας είπαμε να φύγετε από εδώ;». Ούτε να ρωτήσουν για τα προϊόντα, ούτε για αγορανομικές διατάξεις, ούτε εάν είναι προϊόντα εγκλήματος ΤΙΠΟΤΑ. Είναι το πως αντιλαμβάνεται η αστυνομία την τάξη και την ασφάλεια του πολίτη. Εάν αγόραζα τα προς πώληση αντικείμενα θα ήμουν αποδέκτης προϊόντων εγκλήματος. Θα είχα διαπράξει το έγκλημα του άρθρου 394 του Ποινικού Κώδικα το οποίο νομοθετεί: «Οποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από  αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί  σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με Φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή  όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίον προέρχεται το πράγμα». Σύμφωνα δε με τον Άρειο Πάγο για να συντρέχει το στοιχείο της γνώσης και άρα της πρόθεσης αρκεί το στοιχείο της αμφιβολίας ότι το πράγμα προέρχεται από αξιόποινη πράξη. 192/2012 Α.Π. (Νόμος). Επομένως και μόνον που αμφέβαλα για την προέλευση των αγαθών, εάν τα αγόραζα θα τελούσα το έγκλημα της αποδοχής προϊόντων εγκληματος του άρθρου 394 Π.Κ. Εάν όμως ρωτούσα την προέλευση των προϊόντων ή ζητούσα να δω τιμολόγια αγοράς κ.τ.λ. ώστε να εξακριβώσω ότι δεν προέρχονται από αξιόποινη πράξη, τότε θα τελούσα το έγκλημα του άρθρου 175 Π.Κ. της αντιποίησης αρχής ή υπηρεσίας, διότι η πράξη μου αυτή, όπως λένε οι νομικοί, θα κλόνιζε την εκτίμηση των πολιτών έναντι της πολιτειακής εξουσίας. μια ψυχολογική στάση ιδιαίτερα πολύτιμη για την απρόσκοπτη επιβολή της κρατικής βουλήσεως. (Ι. Μανωλεδάκη, Προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας, άρθρα 167-182 ΠΚ, έκδ. α΄, 1988 - έκδ. β΄. 1994, σελ. 29-30). Σύμφωνα δε με την ΕγκΕισΑΠ 4/2012 του εισαγγελέα Ιωάννη Τέντε: «Περίπτωση αντιποίησης αποτελεί και εκείνη κατά την οποία ο δράστης χωρίς να αντιποιείται την ιδιότητα του φορέα δημόσιας κ.λπ. υπηρεσίας επιχειρεί πράξη επιτρεπόμενη μόνον σε υπάλληλο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 ΚΠΔ δικαίωμα οποιουδήποτε πολίτη να συλλαμβάνει τον δράστη αυτόφωρου κακουργήματος ή πλημμελήματος αφενός προϋποθέτει βεβαιότητα για τη διάπραξη του εγκλήματος και αφετέρου δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα διενέργειας ανακριτικών πράξεων, ήτοι ενεργειών που τείνουν στη βεβαίωση της τελέσεως του εγκλήματος, όπως είναι για παράδειγμα η απαίτηση επιδείξεως εγγράφων ή η διενέργεια πάσης φύσεως ερευνών».


     Δηλαδή εγώ, ενώ όταν αμφιβάλλω για την προέλευση ενός προϊόντος που θέλω να αγοράσω, είτε σε μία λαϊκή αγορά, είτε από έναν πλανόδιο πωλητή και το αγοράσω, τελώ το έγκλημα της αποδοχής προϊόντος εγκλήματος, το μόνο που μπορώ να κάνω σύμφωνα με τον κύριο Τέντε είναι να μην αγοράσω το προϊόν, διότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θεωρεί, κατόποιν στάθμισης υποθέτω, υψηλότερο έννομο αγαθό την παθητική αναγνώριση της επιβολής της κρατικής βούλησης, τόσο από την προστασία της αξίας του ανθρώπου. (άρ. 2 παρ. 1 Συντάγματος) όσο και από το δικαίωμα της συμμετοχής μου, με την αγορά του προϊόντος, στην οικονομική ζωή της χώρας αλλά και από το δικαίωμά μου στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μου. (άρ. 5 παρ. 1 Συντάγματος). Και ενώ τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων μου (άρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος) και τα οποία κρατικά όργανα για χρόνια δεν μου τη διασφαλίζουν, (ούτε μου τη διασφάλιζαν χρόνια και χρόνια τώρα)ֹ η δικαιοσύνη μου απαγορεύει να προβώ σε οποιαδήποτε ενέργεια ώστε να διασφαλίσω ότι δεν θα τελέσω το έγκλημα της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος και ότι δεν θα βρεθώ κατηγορούμενος για το έγκλημα τούτο.





Απόστολος Τζαρός 
Δικηγόρος – Θεολόγος (D.E.A.).