Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

To «αείζωον πυρ», οι «άριστοι» και οι «κοιμώμενοι»

To «αείζωον πυρ», οι «άριστοι» και οι «κοιμώμενοι»
Η σημασία και το νόημα της σκέψης του μεγάλου, αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Ηράκλειτου συμπυκνώνεται στον «θείο κεραυνό» που περικλείει μέσα της, καθώς όπως ο ίδιος έλεγε «τα δε πάντα οιακίζει Κεραυνός», που σημαίνει «όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός».

Με τον «κεραυνό», ωστόσο, δεν εννοούσε ούτε τον κεραυνό του Δία, όπου θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει βασισμένος στην ελληνική μυθολογία, ούτε τον ίδιο τον θεό. Αντιθέτως, ο ηρακλείτειος στοχασμός παραπέμπει στο «αείζωον πυρ», δηλαδή στον κόσμο, η δημιουργία του οποίου δεν αποδίδεται σε κανέναν θεό ή άνθρωπο, καθώς αποτελεί ένα περιδινούμενο κύκλο και ομοιάζει με το πυρ, το οποίο ανάβει και σβήνει σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πρόκειται, λοιπόν, για την εκρηκτική εκείνη δύναμη του πυρός και του φωτός ταυτόχρονα, που κατευθύνει και κυβερνά ότι συμβαίνει ως επαναλαμβανόμενη δράση ανθρώπων και πραγμάτων μέσα στο χρόνο.
 
Ο κυβερνητικός ρόλος του «κεραυνού» αυτού γίνεται κατανοητός, πρωτίστως, ως ένας μεταφορικός λόγος για να δηλωθεί έτσι η πρωταρχική αιτία των συμβαινόντων κάθε φορά, και κατ’ επέκταση, με την ίδια ποιοτική διαβάθμιση, χρησιμοποιείται για να τονιστεί η ενύπαρξη του διαλεκτικού Λόγου εντός της κοσμικής κίνησης. Αντιπροσωπεύει, δηλαδή, την αφανή αρμονία, την σύμφυτη με αυτή την κίνηση τάξη, τον αλάθητο ρυθμό που κατευθύνει και καθοδηγεί τα πάντα.

Ο «σκοτεινός» φιλόσοφος προβαίνει στον σαφή διαχωρισμό του αλάθητου αυτού ρυθμού από κάποια εξωτερική θεότητα, που οι άνθρωποι την φαντάζονται ακριβώς ως ένα αλάθητο κέντρο της ζωής τους, με αποτέλεσμα να εξαρτούν μοιρολατρικά και δεισιδαιμονικά την μοίρα τους από το κέντρο αυτό. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Εφέσιο φιλόσοφο το αλάθητο του ρυθμικού Λόγου δεν προκύπτει φαταλιστικά, αλλά από την εγγενή Έριδα των αντίρροπων δυνάμεων, που διασφαλίζει την ισορροπία και την ισοζυγία τους.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται όλη η σαγηνευτική έλξη της ηρακλείτειας σκέψης, καθώς ο «κεραυνός» αντιπροσωπεύει την τάξη του Είναι, την αναλογική τάξη των ποικίλων στοιχείων που συνθέτουν τον κόσμο και τα όντα. Ως τέτοια τάξη δεν αποτελεί κάποια δύναμη που επιβάλλεται έξωθεν και πλανάται πάνω από τον κόσμο ως γενετική του αρχή. Ο κόσμος δεν έχει καμία εξωτερική αρχή, γιατί υπήρχε και υπάρχει πάντα, όντας ενιαία δυναμικός και αρμονικός. Ωστόσο, διέπεται από την εσωτερική του αρχή, την κατά το Λόγο τάξη. Επίσης, ο Ηράκλειτος είχε τοποθετηθεί και σχετικά με τον «άνθρωπο», υποστηρίζοντας ότι ανάλογα με τον βαθμό που ανακαλύπτει μέσα του και εντός του κόσμου αυτή την κατά Λόγο αρχή ή τάξη κατηγοριοποιείται σε κοιμώμενο, ασύνετο ον ή σε άριστο.

Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαφοροποίηση αυτή στην οποία προβαίνει ο φιλόσοφος δεν γίνεται βάσει ποσοτικών κριτηρίων, δηλαδή κρίνοντας από την καταγωγή, την οικονομική ή πολιτική επιφάνεια ή το αξίωμα κάποιου, αλλά βάσει ποιοτικών κριτηρίων, εξετάζοντας σε ποιο βαθμό οι άνθρωποι διαγιγνώσκουν και εναρμονίζονται με τον εσωτερικό ρυθμό – Λόγο του κόσμου, και κατά πόσο κατανοούν την ενότητα και το αδημιούργητο αυτού.

Αξίζει, όμως, να επισημανθεί ότι κάποιοι, είτε επειδή δεν κατανοούν την βαθυστόχαστη ηρακλείτεια σκέψη, είτε σκοπίμως, αναγορεύουν το μέτριο σε άριστο, εξαφανίζοντας το τελευταίο, μεμφόμενοι τον μεγάλο φιλόσοφο ότι περιφρονεί τους πολλούς ή ότι ο διαλεκτικός Λόγος σκοτώνει την «δημοκρατία».

Στην πραγματικότητα, όμως, το μέτριο και το άριστο για τον Ηράκλειτο εναρμονίζονται με την δυναμική του πολέμου των αντίρροπων δυνάμεων, δίχως να εξαρτώνται από την κρίση της ασύνετης υποκειμενικότητας. Ως εκ τούτου, ούτε ο ίδιος τοποθετεί τον εαυτό του στους αρίστους, αλλά αγωνίζεται να φωτίσει, με παραδειγματική σαφήνεια, το αντικειμενικό νόημα του υποκειμενικού λόγου, διαχωρίζοντας τον τελευταίο από τον κοσμικό Λόγο, αποφαινόμενος πολύ χαρακτηριστικά: «ουκ εμού αλλά του λόγου ακούσαντας ομολογείν σοφόν έστιν εν πάντα είναι».

Ο Ηράκλειτος, λοιπόν, αν και κατανοεί ορθώς τον κοσμικό Λόγο και εξίσου σωστά τον διερμηνεύει, εν τούτοις απεκδύεται τον ρόλο του «θείου Κεραυνού», του θεόσταλτου σωτήρα, ομολογώντας πως ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να καθοδηγείται και να κυβερνάται από τους ιδιωτικούς λόγους των κάθε λογής υποκειμένων, αλλά από τον Έναν Κοσμικό Λόγο. Και για αυτό γιατί ενσαρκώνει το αιώνιο γίγνεσθαι του κόσμου, καθιστώντας το προσιτό, και εισάγοντας το στη ζωή με την ευρυθμία, την κανονικότητα και την αναλογικότητα των πολύτροπων στοιχείων και μεταστοιχειώσεων αυτού του κόσμου.

Ακολούθως, ο φιλόσοφος τοποθετείται και για τον ρόλο του ανθρώπινου υποκειμένου, αποφαινόμενος ότι μέσα σε αυτό το αιώνιο γίγνεσθαι το δημιουργικό έργο του ανθρώπου είναι να ακολουθεί τον κοινό Λόγο, ο οποίος είναι κοινός με την έννοια του καθολικού, συμπαντικού, καθολικώς φρόνιμου Λόγου, και όχι με τον μαζικό – ιδιωτικό λόγο, που εκφράζει ιδιοτελή ή κάποτε και ανόητη προσωπική στάση. Σε αντίθεση, ο κοινός Λόγος συνιστά την Ουσία, τον «θείο Κεραυνό» της οικουμενικής ανθρωπότητας, αποτελώντας την περι – Ουσία της. Ωστόσο, η τελευταία προβάλλει στη ζωή μας μόνο ως δυνατότητα κτήσης της, καθώς δεν είναι ποτέ κεκτημένη.

Συμπερασματικά, λοιπόν, για όλους τους ανθρώπους ισχύει ως κριτήριο του μέτριου ή του άριστου η ενεργοποίηση των δυνατοτήτων τους να σκέπτονται σωστά, διαδικασία που ως βασική προϋπόθεση έχει την γνώση πρώτα του εαυτού τους, ενώ όσοι δεν μετέχουν σε αυτή την δια – Λογική διεργασία αυτοπροσδιορισμού ανήκουν, κατά τον Εφέσιο φιλόσοφο, στους κοιμώμενους.


Διαβάστε περισσότερα: