Σε προηγούμενα άρθρα αποκαλύψαμε την οργανωτική σύνδεση που υπάρχει εδώ και δεκαετίες μεταξύ «LGBTQ ακτιβιστών» και γνωστών παιδεραστών. Η ευρεία απήχηση αυτής της αποκάλυψης ανάγκασε την οργάνωση «Thessaloniki Pride» να καταργήσει βιαστικά σύμβολα ευθέως συνδεδεμένα με την οργανωμένη παιδεραστία, τα οποία χρησιμοποιούσε προκλητικά και ανενόχλητα από τις αρχές. Υπό άλλες συνθήκες αυτό ίσως και να αποτελούσε ένα δείγμα καλών προθέσεων. Όμως, ελλείψει της παραμικρής καταδικαστικής ανακοίνωσης των κυκλωμάτων τύπου NAMBLA, από την κατά τα άλλα λαλίστατη οργάνωση, δυστυχώς συμπεραίνει κανείς ότι δεν πρόκειται παρά για μια άτακτη κίνηση υποκρισίας.
Μετά την διερεύνηση της ιστορικής σύνδεσης των δύο «κινημάτων»(δικαιώματα ομοφυλοφίλων/δικαιώματα παιδεραστών), στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε κατά πόσο υπάρχει και στατιστική σύνδεση, πάντοτε βάσει των διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων. Και επ’ αυτού του ζητήματος η κατάσταση είναι τόσο φορτισμένη ώστε οποιοσδήποτε τολμήσει ακόμα και να υπονοήσει ότι μπορεί να υπάρχει σχέση μεταξύ ομοφυλοφιλίας και παιδεραστίας, χαρακτηρίζεται αυτομάτως «ομοφοβικός» και τα συναφή. Ισχυρά κέντρα εξουσίας αντιδρούν ενστικτωδώς όταν τέτοιου είδους πληροφορίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας δυσφημώντας και αγνοώντας συστηματικά όσους τολμούν να εκφέρουν άποψη.
Προφανώς, μια αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ του ομοφυλοφιλικού προσανατολισμού και της σεξουαλικής παρενόχλησης παιδιών θα έβλαπτε την προσεκτικά διαμορφωμένη δημοσιοσχετίστικη εικόνα των «LGBTQ» οργανώσεων. Επομένως, αντί να συζητούν ήρεμα και ορθολογικά, οι επικεφαλής αυτών των ομάδων παραμένουν σε μια κατάσταση διαρκούς επίθεσης κατά των αντιφρονούντων. Όμως, αυτή η συστηματική απόρριψη τεκμηριωμένων γεγονότων, με την επακόλουθη άρνηση να συζητηθεί ακόμη και η πιθανότητα σύνδεσης ενός φαινομένου με την σεξουαλική κακοποίηση, αποτελεί σοβαρό πλήγμα πρωτίστως για τα θύματα αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία.
Δεν υπάρχει τρόπος να μπει φραγμός στο εγκληματικό φαινόμενο της παιδικής κακοποίησης, αν δεν λάβει χώρα μια μεθοδική και ολιστική μελέτη του προβλήματος. Ως κοινωνία οφείλουμε να εξετάσουμε τα γεγονότα, να μελετήσουμε αντικειμενικά κάθε παράμετρο που μπορεί να σχετίζεται με αυτή την νοσηρή συμπεριφορά και, τελευταίο αλλά σημαντικότερο, να έχουμε το θάρρος να απαντήσουμε με τα κατάλληλα μέτρα. Αν δεν γίνουν όλα τα παραπάνω, οποιαδήποτε προσπάθεια, ανεξάρτητα από το πόσο καλές προθέσεις διαθέτει, είναι άνευ ουσίας.
Έτσι, στο παρόν άρθρο δεν εκφράζεται η παραμικρή προσωπική άποψη, πέρα από την κατηγορηματική και αυτονόητη εναντίωση σε κάθε μορφή κακοποίησης ανηλίκου. Αντιθέτως, παρατίθενται αποκλειστικά επιστημονικές πηγές επί του ζητήματος και θέσεις προσώπων ή οργανώσεων που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν την «LGBTQ κοινότητα» [1], έτσι ώστε ο καθένας να εξάγει ελεύθερα τα δικά του συμπεράσματα.