Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ (Μέρος Α')



                   
  ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Του Αθανάσιου Χατζηβασιλείου, Δικηγόρου , προέδρου Κ.Ε.Δ


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ


Η γενική αρχή της τιμητικής πράξεως της ταφής των αγνώστων πεσόντων ανάγεται στους Ηθικούς Νόμους και τα Πάτρια Έθιμα των αρχαίων ελληνικών πόλεων.
Στους πεσόντες στον πόλεμο οι Αθηναίοι απέδιδαν μεγάλες τιμές. Η ταφή των ηρώων εγίνετο δημοσία δαπάνη.
«Εν δε τω αυτώ χειμώνι Αθηναίοι τω πατρίω νόμω χρεωμένοι δημοσία ταφής εποιήσαντο των εν τώδε τω πολέμω πρώτων αποθανόντων τρόπω τοιώδε» (Θουκυδίδης).
Οι οικογένειές τους περιθάλπονταν και τα παιδιά τους ανατρέφονταν μέχρι την εφηβεία τους από την πόλη.
«τα δε αυτών τους παίδας το από τούδε δημοσία η πόλις μέχρι ήβης θρέψει, ωφέλιμον στέφανον τοίσδε τε και τοις λειπομένοις των τοιώνδε αγώνων  προτιθείσα». (Θουκυδίδης 2.46.1).
Επιπλέον, επέλεγαν ένα ρήτορα για να εκφωνήσει τον επιτάφιο λόγο, όπως και στο απόσπασμα του Θουκυδίδη, στο οποίο ο επιτάφιος λόγος εκφωνείται από τον Περικλή.
Προκύπτει επομένως η τεράστια σπουδαιότης την οποία απέδιδαν οι πρόγονοί μας στην ταφή γενικότερα και φυσικά θεωρούσαν πολύ βαρύ πλήγμα  την στέρησή της.
«κακός κακώς άθαπτος εκπέσει χθόνος». (Σοφοκλής, Αίας στιχ. 1177).
Τόσο ο Ευριπίδης όσο και ο Χαρίτωνας χαρακτηρίζουν το έθιμο της ταφής των αφανών ως Ελληνικό Νόμο.
«Έλλησιν εστί νόμος, ος αν πόντωι θάνης…» (Ευριπίδης, Ελένη, στιχ, 1239-1246).
«Θάπτε με, ότι τάχιστα πύλας Αϊδαυ περήσω και γαρ ει μη το σώμα εύρηται του δυστυχούς αλλά νόμος ούτος αρχαίος Ελλήνων, ώστε κι τους αφανείς τάφοις κοσμείν». ( Χαρίτων 4.1.3.)
Σε απόδοση λοιπόν τιμής υπέρ των αρανών πολεμιστών έφεραν μαζί με τις λάρνακες που περιείχαν τα οστά των πολεμιστών και μία στρωμένη-πλην κενή –κλίνη.


Με τον τρόπο αυτό τελούσαν απομιμητική πράξη ταφής και υλική εκδήλωση της τιμής και του αθάνατου επαίνου της πόλεως. Επίσης, διατελούσαν και ένα στοργικό καθήκον προς τους πλησιέστερους πενθούντες συγγενείς, δείχνοντας ότι η Πατρίδα σέβεται εξίσου την μνήμη των δικών τους.
                     Με την ίδια επομένως λογική και από την ίδια ηθική αφετηρία προήλθε η ιδέα του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη.
Στα νεότερα χρόνια αναπτύχθηκε σε πολλά κράτη η πρακτική της υπάρξεως ενός συμβολικού μνημείου, το οποίο να αντιπροσωπεύει τον πολεμικό τάφο των αγνώστων στρατιωτών.
Είναι πιθανό το πρώτο δείγμα τέτοιου μνημείου να υπήρξε το Landsolaten του πρώτου πολέμου στο Scleswig, στην Fredericia της Δανίας, το οποίο κατασκευάσθηκε το 1849. Άλλο πρώιμο δείγμα είναι το μνημείο του 1866, το οποίο είναι αφιερωμένο στον άγνωστο θανόντα του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου.


ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 

Το πρώτο μνημείο του είδους, αφιερωμένο στους άγνωστους πεσόντες του αγώνα του 1821, για πρώτη φορά στην Ελλάδα αποφάσισε να ιδρύσει ο Δήμος Ερμουπόλεως Σύρου τον Ιανουάριο του 1858. Η εκτέλεση του έργου έγινε το 1889 σε σχέδια του Γ. Βιτάλη.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα αποφάσισε την ανέγερση Εθνικού Μνημείου Άγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα.


Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ



Στις αρχές του 1926 αποφασίστηκε από τον Υπουργό Στρατιωτικών Θεόδωρο Πάγκαλο η κατασκευή μνημείου υπέρ του αγνώστου στρατιώτη. Στις 3 Μαρτίου του 1926 ο Υπουργός δημοσιεύει στην εφημερίδα «ΕΣΠΕΡΑΣ»προκήρυξη διαγωνισμού «μεταξύ Ελλήνων Αρχιτεκτόνων, Γλυπτών και Ζωγράφων δια την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, καταλλήλος προς τούτο διαρρυθμιζομένην». Η προκήρυξη του διαγωνισμού εμφανίζεται στην Εφημερίδα  της Κυβερνήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 1926 και υπογράφεται από τον Υφυπουργό Στρατιωτικών Κ. Νίδερ.

Την 9η Οκτωβρίου του 1926 το Υπουργείο Στρατιωτικών με την υπ’ αριθμόν 319168 διαταγή ενέκρινε και βράβευσε με το πρώτο βραβείο την κατά πλειοψηφία καλύτερη μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος την υπέβαλε με το ψευδώνυμο «ΣΚΡΑ».

Στις 30 Ιουνίου του 1928 δημοσιεύεται Νομοθετικό Διάταγμα «περί εκτελέσεως μνημείου Αγνώστου Στρατιώτου και των συναφών χωματουργικών και οικοδομικών εργασιών εν τη πλατεία των Παλαιών Ανακτόρων» με το οποίο και εγκρίνεται η κατασκευή του μνημείου και η τοποθέτησή του στην πλατεία των Παλαιών Ανακτόρων σύμφωνα με τα σχέδια του Αρχιτέκτονα Λαζαρίδη.



Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ



Ο Στρατηγός και αργότερα Δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος σχεδίαζε να τοποθετήσει το μνημείο μπροστά από τα Παλαιά Ανάκτορα και να  στεγάσει σε αυτά το Υπουργείο Στρατιωτικών.

Μετά από έντονες αντιδράσεις από αρχιτέκτονες το ζήτημα μεταφέρεται στη Ζ’ Συνεδρίαση  της Βουλής ( 12 Ιουλίου 1929), όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ως Πρωθυπουργός, παρά τις διαφωνίες πολλών καλλιτεχνών και πολιτικών στελεχών και μετά την παρέμβαση του Υφυπουργού Συγκοινωνίας Β. Καραπαναγιώτη, που χρησιμοποίησε το παράδειγμα του μνημείου της Γαλλίας που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης του Παρισιού, αποφασίζει τελεσίδικα ότι η καταλληλότερη θέση είναι αυτή που είχε προταθεί εξαρχής δεδομένου ότι το Σύνταγμα ορίζει την καθολική στράτευση των ανδρών, δηλαδή το καθήκον τους να πεθάνουν για την υπεράσπιση της πατρίδας.  



Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΓΛΥΠΤΗ



Στην όγδοη συνεδρίαση στις 17 Δεκεμβρίου 1930 η επιτροπή ενέκρινε νέα πρόταση, αυτή του «οπλίτη εκτάδην κειμένου», την οποία χαρακτήρισε περισσότερο ταιριαστή, επειδή προσδίδει ηρεμία και απλότητα. Κατά συνέπεια, ο γλύπτης Θωμόπουλος αντικαταστάθηκε από τον γλλύπτη Φωκίωνα Ρώκ. Είχε επιστρέψει πρόσφατα από την Γαλλία και είχε αναλάβει τη θέση του εφόρου της Συλλογής Γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών όπου και δίδασκε πλαστική.





ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΟΥ

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ

Το έργο είναι ουσιαστικά ένα ανάλημμα σχήματος Π από λαξευμένους πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Το γλυπτό βρίσκεται στο βάθος και κεντρικά του όλου έργου. Δεξιά και αριστερά του υπάρχουν δύο μεγάλες πλευρικές κλίμακες. Στο κέντρο ημικυκλίου, το οποίο είναι ανυψωμένο από το γύρω πλακόστρωτο, υπάρχει ένας κενός τάφος («κλίνη κενή»). Σε διάφορα σημεία των τοίχων υπάρχουν τοποθετημένες 16 ορειχάλκινες ασπίδες που εξυμνούν τη θυσία και την ανδρεία (πολεμικός σταυρός, τριήρης, βους κλπ.).



ΤΟ ΓΛΥΠΤΟ



Ο θεατής έχει την εντύπωση ότι ο καλλιτέχνης αποδίδει τον άγνωστο στρατιώτη όχι νεκρό αλλά ζωντανό να αναπαύεται και έτοιμο να σηκωθεί και να αντιμετωπίσει τον εχθρό.

Το έργο θεωρείται ότι είναι εμπνευσμένο από τα αρχαϊκά αγάλματα των αετωμάτων του ναού της Αθηνάς Αφαίας στην Αίγινα.