Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Ο μύθος της Χρυσής Αυγής

                         Η βέβηλη αντιδραστική γενιά του Πολυτεχνείου, τώρα ξεκινά με τραγικό τρόπο να συνειδητοποιεί πως καλείται να παίξει τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας στο θέατρο της Ιστορίας, με τα “φαντάσματα” να απονέμουν στα παιδιά της τον ρόλο του Ορέστη. Τα “φαντάσματα” τώρα παίρνουν την ρεβάνς, την αντιδραστική ύβρη την διαδέχεται η λυτρωτική Νέμεσις. Η μαυροντυμένη γενιά της Χρυσής Αυγής έχει τον λόγο... 
     Δυο εικόνες ενός συνηθισμένου ανοιξιάτικου απογεύματος της τσιμεντένιας τερατούπολης που λέγεται Αθήνα: Από την μία ένας ασύντακτος εσμός από παρδαλά, μεδουσόμορφα αρσενικοθήλυκα, κάποιοι αναρχισμένοι, κάποιοι άλλοι αριστερισμένοι αλλά όλοι απαραιτήτως ... συνδικαλισμένοι, ένα ασυνάρτητο και δυσαρμονικό άθροισμα “κοινωνικά χειραφετημένων” (αλλά πλήρως υποταγμένων στον κυκεώνα των ενδο-αντιφάσεων και προκαταλήψεων τους) ατομικοτήτων, υψώνει τα μουντζουρωμένα του παπλωματοσέντονα προς θέα του “επαναστατικού συνθήματος” στο κοινό και με την ντουντούκα ανά χείρας ξεχύνεται στους δρόμους για άλλη μια φορά, προς τέρψη του διαχρονικού φετίχ της άβουλης ανθρώπινης φυσιολογίας που επιτάσσουν οι καιροί, που περικλείεται γύρω από την μαγική λεξούλα : “διαμαρτυρία”. Αντίθετα και ένα-δύο χιλιόμετρα πιο κει, μια ολωσδιόλου διαφορετική εικόνα:
     Ένα συντεταγμένο σύνολο από επιμελημένους μαυροφορεμένους Νεολαίους, Άνδρες και Γυναίκες, μια αρμονική, οργανική κοινότητα όπου κάτω από την ομοιομορφία του μαύρου χιτώνα, κρύβεται σε κάθε άτομο ξεχωριστά, μια ανεξάρτητη, αυτοτελώς δομημένη Προσωπικότητα, δίχως κόμπλεξ και φενακισμούς, η οποία δένει αρμονικά με τους υπολοίπους, βρίσκοντας το συμπλήρωμα της στον εξίσου μαυροφορεμένο Σύντροφο, μια κυτταρική δομή ενός ζωντανού μακροοργανισμού. Και έρχεται η ώρα που αυτή η φάλαγγα των μαυροφορεμένων, σε παράταξη, παρελαύνει στα -δίχως ζωή- στενά της μεγαλούπολης. Ένας εκκωφαντικός κρότος που ακούγεται κάθε δευτερόλεπτο, αποτέλεσμα του στιβαρού και αρμονικού βήματος της μαυροφορεμένης Συντροφιάς με το κοκκινόμαυρο η τα κυανόλευκο λάβαρο ανά χείρας, και κατά διαστήματα μια στεντόρεια, λακωνική κραυγή από χίλια στήθη, δίχως μηχανικούς διαμεσολαβητές, οπού αναπτερώνει το ηθικό των ζωντανών εξωτερικών παρατηρητών και αποκορυφώνει την ανατριχίλα των νεκροζώντανων. Σε αυτό το μαυροφορεμένο ποτάμι, αποκτά σάρκα και οστά, ο λόγος ύπαρξης της ανθρώπινης φυσιολογίας με την αδάμαστη θέληση, που διαχρονικά ήταν ο φορέας του Μέλλοντος σε ένα άχρωμο και αρτηριοσκληρωτικό Παρόν: Εκδίκηση, Επανάσταση και Κυριαρχία.     

      Αυτές οι δύο εικόνες, πέραν από την εξωτερική παράσταση της κοινωνικής αντινομίας που τις χαρακτηρίζουν, στον επιφανειακό παρατηρητή που απλώς θα τις χαρακτηρίσει “σημεία των καιρών”, κρύβουν και ένα βαθύτερο νόημα, ορατό σε αυτόν που θα θέλει να δει πίσω από το πέπλο της προφάνειας των γεγονότων, στον Άνθρωπο με πρόθεση να ερμηνεύσει με χειρουργική ακρίβεια την βαθύτερη πλευρά της Ιστορίας. Διότι δεν έχουμε εδώ κάτι το πρωτοφανές, αλλά έναν νέο γύρο της σφοδρής σύγκρουσης που εξελίσσεται στον Ελλαδικό χώρο εδώ και έναν αιώνα, μεταξύ των δυνάμεων της Αντίδρασης και του Μέλλοντος. Η Χρυσή Αυγή, αντίθετα με αυτό που θέλουν να παρουσιάσουν οι αφελείς δημοκράτες, δεν αποτελεί ένα ιστορικό “ατύχημα”, μια σφήνα σε μια χώρα δίχως το ανάλογο παρελθόν, μια ύβρις ενάντια στην δημοκρατική παράδοση της χώρας, που προέκυψε λόγω κάποιων ατυχών χειρισμών των ιθυνόντων, αλλά μια ρεβάνς δικαίωσης των ίδιων δυνάμεων και των ίδιων ανθρώπων, που είτε ηττήθηκαν κατά κράτος με άμεσο αποτέλεσμα το ναυάγιο των Εθνικών οραμάτων (Μικρασιατική καταστροφή), είτε ο αγώνας τους και οι Νίκες τους έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από ανθρώπους που δεν τις διεκπεραίωσαν. Δυο γενιές, ανθρώπων της Δράσης, που διέβλεψαν τον χαμό της Πατρίδας και κίνησαν γη και ουρανό για να αντιστρέψουν τις πορείες. Η ήττα της πρώτης, και η περιθωριοποίηση και η υπαγωγή της δεύτερης στις δυνάμεις της Αντίδρασης, έδωσε την ευκαιρία στους χαμερπείς και δίχως ήθος εχθρούς τους, όχι μόνο να τους στείλουν στην λήθη, αλλά φορτώνοντας τους τις αμαρτίες τους, να τους αναθεματίσουν στην συλλογική συνείδηση με τον ονείδιστο των χαρακτηρισμών: “Προδότες”! 
        Η πρώτη γενιά, αυτή που στιγματίστηκε από τον Εθνικό Διχασμό, αυτή που στα πεδία των μαχών των Βαλκανικών Πολέμων διπλασίασε την επικράτεια του Ελληνικού Κράτους, που εμβαπτίστηκε στον δρόμο του Πολέμου και της Δράσης, με το πέρας των πολέμων διέγνωσε τις ορέξεις τις Αντίδρασης, να εκπληρώσει με τυχοδιωκτικό τρόπο τις ιδιοτελείς επιδιώξεις της ακόμα και αν αυτό σήμαινε τον καταποντισμό της Πατρίδας. Άνθρωποι που είχαν γνωρίσει από πρώτο χέρι τον πόλεμο, γνώριζαν ενστικτωδώς πως οποιαδήποτε περαιτέρω τυχοδιωκτική εμπλοκή σε πολέμους που ευαγγέλιζόντουσαν οι δυνάμεις της Αντίδρασης με φερέφωνο τον Ε.Βενιζέλο, το μετέπειτα τοτέμ και σταθερό σημείο αναφοράς καθενός δημοκράτη που σέβεται τον εαυτό του, θα σήμαινε την ήττα των Ελληνικών οραμάτων. Έτσι για να αντιστρέψουν την πορεία προς τον όλεθρο, αρνούμενοι να γίνουν υποχείρια ιδιοτελών κύκλων συμφερόντων, αντέδρασαν μαχητικά με τον μόνο τρόπο που έμαθαν στα πεδία της Γεύγελης, του Σαραντάπορου και του Κιλκίς. Με ασταμάτητη Δράση και με αφοσίωση στο στρατιωτικό τρόπο ζωής που έμαθαν στους στρατώνες. Όπερ εγένετο το κίνημα των Επίστρατων υπό την άτυπη ηγεσία του Ι.Μεταξά, το πρώτο μαζικό Εθνικιστικό κίνημα (αυτά που η πολιτειακή ανάλυση ονομάζει “φασιστικά”) της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Εδώ οφείλουμε μια παρένθεση: Η τελευταία λεπτομέρεια ας λειτουργήσει σαν σφυρί που θα τσακίσει το γνωστό τσιτάτο των απολογητών της δημοκρατικής παρακμής “στην χώρα που πολέμησε τον φασισμό, δεν νοείται η αναβίωση του”. Η χώρα μας ποτέ δεν “πολέμησε τον φασισμό”, ίσα ίσα στα σπλάχνα της γεννήθηκε και ανδρώθηκε. Αν ο φασισμός ποτέ “πολεμήθηκε”, στην ουσία ήταν η ντρίμπλα των αντιδραστικών τζακιών που έστειλαν τον Ελληνικό φασισμό στην πρώτη γραμμή, για την διαιώνιση τους. Το γνωστό “διαίρει και βασίλευε”. Έτσι με σημείο αναφοράς στον Βασιλέα Κωνσταντίνο, οι Επίστρατοι έδωσαν ομηρικές μάχες ενάντια στις επιδιώξεις των αντιδραστικών δυνάμεων που εκπροσωπούσαν τους Βενιζελικούς, που δεν δίστασαν να επιβάλλουν την θέληση τους με Αγγλογαλλικά όπλα, (τα περίφημα “Νοεμβριανά). Η συνέχεια γνωστή: H είσοδος της Ελλάδας στον ΑΠΠ (βραχυπρόθεσμα σωστή ενέργεια) και η μετέπειτα Μικρασιατική Εκστρατεία, που έγινε χάριν γοήτρου και κατόπιν εγγυήσεων του Ε.Βενιζέλου στις Μεγάλες Δυνάμεις, όπου την τελευταία στιγμή οι δημοκρατικοί ιθύνοντες την “κοπάνησαν” ρίχνοντας το φταίξιμο στους αντιβενιζελικούς. Η Δημοκρατία νίκησε και πέτυχε την πρώτη της πισώπλατη μαχαιριά στην Πατρίδα (θα ακολουθούσαν και άλλες) με το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας και την Μικρασιατική Καταστροφή.       Η δεύτερη πράξη του δράματος θα συντελούνταν 15 χρόνια αργότερα, με την άνοδο του Ι.Μεταξά στην εξουσία. Έχοντας σαν κοινωνική βάση τους ανθρώπους που πριν 20 χρόνια στελεχώναν τους επίστρατους και διαβλέποντας τον επερχόμενο πόλεμο, ο Αρχηγός του Κράτους επιδόθηκε σε μια βιαστική ηθική και αξιακή ανασυγκρότηση της Νεολαίας μέσω της ΕΟΝ, που 4 χρόνια αργότερα έμελλε να γράψει χρυσές σελίδες Ιστορίας, στα όρη της Πίνδου. Αλλά αν και τους ατσάλωσε το ηθικό, λόγω χρόνου δεν ήταν ικανοί να αναπτύξουν και τα ανάλογα αισθητήρια ώστε να μπορούν να διακρίνουν τις απόπειρες υπαγωγής τους στα αντιδραστικά συμφέροντα μέσω ιδεολογικών καλεσμάτων που τους ήταν προσφιλή, γεγονός που φάνηκε γλαφυρά στην πορεία τους μετά το τέλος του πολέμου. Εκ φύσεως, Άνθρωποι της Κοινότητας, με πνεύμα αυτοθυσίας, αλέσθησαν στις μυλόπετρες της αμαρτωλής, ανίερης Λαικής αλληλοσφαγής ιδεολογικών προκαταλήψεων δυο εξίσου ανίερων παρατάξεων, μεταξύ μιας σαλωνάτης “εθνικοφροσύνης” από την μία και μιας απολίτιστης μπολσεβίκικης επιδρομής από την άλλη, μιας ανίερης ανθρωποθυσιαστικής τελετουργίας προς όφελος του επίδοξου πλανητικού επικυρίαρχου.
   Όσοι επιζήσαντες αυτής της σύγκρουσης, αναγνωρίζοντας με τραγικό τρόπο την βαριά τους αμαρτία, το ότι επέτρεψαν στους εαυτούς τους να γίνουν εργαλεία και υποχείρια ανθρώπων που απεργάζονταν την κατάλυση των ίδιων τους των οραμάτων για ίδιον όφελος, αποσύρθηκαν από τα τεκταινόμενα και με στωικότητα ψυχής υπέμειναν το τίμημα της προσωπικής τους ήττας. Τις δύο γενιές αυτές, τις διαδέχθηκαν δύο άλλες. Η πρώτη, η μεταπολεμική γενιά της παθητικότητας που είτε αρνήθηκε το παρελθόν της ή αρκέστηκε σε μια παθητική και αποπροσανατολιστική “εξύμνηση” του δίχως περιεχόμενο, άθυρμα της υποκριτικής πολιτικής διένεξης μεταξύ των σαλονάτων και του δίχως ουσίας “κυνηγιού μαγισσών” αριστερών αποστατών, καταπληκτικοί κομπάρσοι στο θέατρο που έστησε η Αντίδραση, με κύκνειο άσμα την νευρωτική αναλαμπή διεκδίκησης της παλιάς αίγλης που συντελέστηκε με το πραξικόπημα του 1967. 
         Οι συνταγματάρχες, άνθρωποι καλής προαίρεσης μεν, αλλά στερούμενοι των ικανοτήτων που θα τους εξασφάλιζε τον απεγκλωβισμό από την Αντίδραση, κινήθηκαν σε προδιαγεγραμμένη τροχιά. Εξαπατημένοι από τους θύλακες της δημοκρατικής αντίδρασης, έπαιξαν τον ρόλο του καταλύτη για μια εκ νέου νίκη της. Το αποτέλεσμα τραγικό τόσο για την Πατρίδα όσο και για τους ίδιους. Η Δημοκρατία νίκησε, με τον απαραίτητο φόρο αίματος όπως πάντα, που κλήθηκαν να πληρώσουν οι γενναίοι υπερασπιστές της Μεγαλόνησου και με την Αντίδραση να εξαγιάζεται, αποποιώντας τις ευθύνες της με τον πλέον προσφιλή της τρόπο: Την μετατόπιση των ευθυνών της στους εχθρούς της. Έτσι την μεταπολεμική γενιά της παθητικότητας την διαδέχτηκε η μεταπολιτευτική γενιά του όνειδους, της αποδόμησης και της αποχαύνωσης. Με όπλο το έτοιμο ανάθεμα προς τους παλιότερους που τους κληροδότησε το κατεστημένο, εξαπολύθηκαν στο διαλυτικό τους έργο, αυτό της πλήρης αποδόμησης και απονοηματοδότησης των πάντων προς τέρψη του παρακμιακού, δημοκρατικού τους lifestyle και της βέβηλης “αυτοπραγμάτωσης” τους. Μέσα στην αποχαυνωτική τους αλαζονεία, δεν συνειδητοποίησαν ότι στον δρόμο προς την εκπλήρωση των ανίερων, εγωκεντρικών στόχων τους, βάδιζαν εν αγνοία τους με μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα στην τσέπη, που η τελευταία γενιά της Δράσης φρόντισε επιμελώς να τους τοποθετήσει. Νομίζοντας αυτάρεσκα πως τελείωσαν με τα “φαντάσματα του παρελθόντος” με ανέξοδους εξορκισμούς και αναθέματα, οδηγήθηκαν στην εκπλήρωση των στόχων τους “πιστώνοντας” από τις μελλοντικές γενιές. Τα “φαντάσματα” όμως, αν και δεν κραυγάζαν δυναμικά απέναντι αυτήν την ύβρη, οι ψίθυροι πικρίας ενάντια στα βέβηλα τέκνα τους, ήταν απολύτως αισθητοί στα ευήκοα ώτα της άγουρων τέκνων της γενιάς που έμελλε να διαδεχθεί την μεταπολιτευτική. Έτσι, με ένα παιχνίδισμα του Πεπρωμένου, η μεταπολιτευτική γενιά οδήγησε την Πατρίδα μας σε μια ιστορική καμπή που δεν θα καθορίσει την μετέπειτα πορεία της, αλλά την ίδια της την ύπαρξη. Η βέβηλη αντιδραστική γενιά του Πολυτεχνείου, τώρα ξεκινά με τραγικό τρόπο να συνειδητοποιεί πως καλείται να παίξει τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας στο θέατρο της Ιστορίας, με τα “φαντάσματα” να απονέμουν στα παιδιά της τον ρόλο του Ορέστη. Τα “φαντάσματα” τώρα παίρνουν την ρεβάνς, την αντιδραστική ύβρη την διαδέχεται η λυτρωτική Νέμεσις. Η μαυροντυμένη γενιά της Χρυσής Αυγής έχει τον λόγο...       Μπασμένη από νεαρή ηλικία στο εκφυλιστικό τρόπο ζωής του μεταπολιτευτικού κατεστημένου, με άπειρες προσπάθειες των γεννητόρων τους να τους βάλουν στον σωστό δρόμο. Να είναι “ήσυχα παιδιά”, “καλοί μαθητές” με βλέψεις σε ένα καλό πτυχίο και μια άνευρη καριέρα, προσανατολισμένοι σε έναν ανελέητο φιλοτομαρισμό και με τον φανατισμό ενός Μουτζαχεντίν, στην λατρεία των αφαιρέσεων, που ο μετα-μοντέρνος κόσμος βάφτισε...”αξίες και ιδανικά”! Για αυτούς βέβαια υπήρχε και μια δικλείδα ασφαλείας, τους χορηγούσε το δικαίωμα της “διαμαρτυρίας” και της ανέξοδης “αντίστασης” και τα όνειρα για “έναν καλύτερο, ανθρωπινότερο κόσμο”. Έτσι από φορέας του Μέλλοντος, η Νεολαία είτε συμβιβάστηκε σε ένα καλοντυμένο “νοικοκυρίστικο” καλούπι δίχως νεύρο, είτε επιδόθηκε σε μια μεδουσόμορφη, ρακένδυτη ατραπό ανέξοδης ονειροπολήσεως και επανάστασης...με κανόνες ασφαλείας! Είτε φορώντας μια καλοσιδερωμένη γραβάτα ή το επιμελώς-ατημέλητο φουλάρι του, ο Νέος έγινε αντικείμενο προς βρώσιν για τους εκμεταλλευτές του, μην μπορώντας να διακρίνει πως πίσω από την “ελευθερία” των ηδονών και της αυτοπραγμάτωσης, κρύβονταν μόνο ολέθριες και θανατηφόρες επιπτώσεις. Αλλά πέρα από τους αλλοτριωμένους νέους, “κυριλέ” ή “επαναστάτες”, υπάρχει και μια άλλη μερίδα νέων, που λόγω χαρακτήρα και ψυχοσύνθεσης δεν μπορούσε ποτέ να αλλοτριωθεί. Εκ φύσεως εξεγειρόμενοι σε κάθε “πρέπει” και “είθισται” που τους έθεσε η κοινωνία, με βαθιά αποστροφή σε κάθε αφηρημένη αξία που επιτάσσουν οι καιροί, με μια νευρώδη ορμή να καταπιούν την ζωή με το κουτάλι. Παραληρώντας στο άκουσμα του βρυχηθμού ενός πολυκύλινδρου μοτέρ, νιώθουν μια ακατανίκητη έλξη να συγκρουστούν με αυτό που προσπαθεί να τους τσακίσει και να ορμήσουν στα λάγνα καλέσματα του περιβάλλοντος. Αντιστεκόμενοι μέχρι το τελευταίο τους κύτταρο, στην κατεστημένη αποθέωση της αφαίρεσης, στα άνευρα όνειρα ενός “παραδείσου”, ενός “μακρινού Μέλλοντος”, θρεμμένα από το στερνό ρωγοβύζι του ηθικολόγου αμπελοφιλόσοφου, αυτός ο νέος διάλεξε τον δρόμο της ζωής στο “εδώ και τώρα”, μιας ζωής που βιώνεται εντατικά, με όλες της τις απολαύσεις και τις πίκρες, και το κυριότερο...με το ρίσκο και τον κίνδυνο να παίζει πρωταρχικό ρόλο. Αν και δεν κατοχύρωσαν πότε την όποια αιτία της όποιας εξεγέρσεως τους, ωθούμενοι από έναν ενστικτώδη -αλλά προσοχή, όχι νοσηρό- άναρχο και μηδενιστικό χαρακτήρα, στην καταστροφή των ασφυκτικών πιέσεων του περιβάλλοντος τους. Έτσι σε κάθε προσπάθεια των χαμερπών υμνητών και απολογητών του αστικού καθωσπρεπισμού να τους θέσουν στο περιθώριο και να τους κακολογήσουν, αυτοί απάντησαν με μια βίαιη ρίψη πέτρας που θρυμμάτισε τις παραμορφωτικές τζαμαρίες του αστο-συντηρητισμού τους και με μια νευρώδη περιστροφή της δεξιάς μανίλιας του δικύκλου τους, κάνοντας την εξάτμιση να εκπυρσοκροτήσει, έστρεψαν την πλάτη, επιδεικτικά, στην παρακμιακή φύση του αστισμού των γεννητόρων τους , κινώντας με οδηγό το ένστικτο -και όχι την λογική- στον δικό τους προορισμό. Εν τέλει σε αυτήν την προσέγγιση της διαμαρτυρίας και της εξέγερσης, όπου αποθεώνεται το ένστικτο, εμείς οι Χρυσαυγίτες δεν θα μπορούσαμε να συμμεριστούμε την χλιαρή “κατανόηση” που αφουγκράζεται ο αστός “κοινωνικός ψυχολόγος η αναλυτής”, αλλά να επιδοθούμε σε μια ενδοστροφική αυτοκριτική της ίδιας μας της ύπαρξής, μιας και εμείς κατανοήσαμε με πλήρη συνείδηση πως για την ζωή ισχύει το ακόλουθο αξίωμα: “Η ζωή έχει νόημα μόνο όταν βιώνεται στα χαρακώματα και στα άκρα”. Εν αντιθέσει με τους αστούς εκμεταλλευτές, δεν θέλουμε να προσεταιριστούμε ευκαιριακά την Νεολαία για την επίτευξη των στόχων μας, αλλά είμαστε η ίδια η προσωποποίηση των Νιάτων. Γνωρίζουμε πως η νεανική ορμή πάντα θα είναι κλάσεις ανώτερη από την γεροντική “σύνεση”, σαν δύναμη και σαν πηγή δημιουργίας, ερχόμενοι συνεπαγωγικά στο συμπέρασμα, πως η δεύτερη οφείλει να υπηρετεί και να καθοδηγεί την πρώτη και να μην την τοποθετεί σε ασφυκτικούς γύψους και νάρθηκες.
        Η ίδια γενιά που με τον βίαιο της χαρακτήρα σόκαρε τους γεννήτορες της με τα καμώματα της, έρχεται τώρα αντιμέτωπη με το Χάος, και το κοιτάει κατάματα. Αλλά αντί να της γεννά φόβο, όπως στους “συνετούς γηραιότερους” -βιολογικά ή μη- , της ξυπνά σε άγριο βαθμό τα αντανακλαστικά που είχε και διδάχθηκε στα “ανέμελα χρόνια”. Και όπερ εγένετο ο σύγχρονος Χρυσαυγιτισμός. Βίαιος, οργισμένος και ρωμαλέος. Το χάος δεν αποτέλεσε απειλή ή μειονέκτημα για αυτήν αλλά πλεονέκτημα γιατί επέτρεψε στη φυσική επιλογή να λειτουργήσει απρόσκοπτη. Και το είχε ανάγκη, μιας και η δραστήρια νεολαία αποτελούσε, αποτελεί και θα αποτελεί την φυσική αριστοκρατία που ζητά μανιωδώς να αναδειχθεί. Έπαψε πλέον να παραπονιέται για το σκοτάδι γύρω της, και έπιασε δαυλό να φωτίσει τον ζωτικό της χώρο. Συνειδητοποίησε ότι ίδιον της προσόν, είναι να αναδειχθεί εκ του Χάους, μιας και μόνο αυτή μπορεί να του επιβάλλει την Τάξη. Αντιλήφθηκε την ζωή σαν αγώνα εναντίον όλων. Περιχαράκωσε τον εαυτό της και φόρεσε την μαύρη μπλούζα για να διαχωρίσει τον εαυτό της από τους άλλους. Κατανόησε ότι ο μοντέρνος κόσμος είναι αριθμητικά μεγαλύτερος και πιο απειλητικός, αλλά στην ουσία είναι αδύναμος σαν έναν υπερκαινοφανή αστέρα, αραιός και κεντρομόλος, και αρκεί μια μάυρη τρύπα, με πολύ μικρότερο μέγεθος από αυτόν, να του ασκήσει μια τεράστια βαρυτική δύναμη και να τον συνθλίψει. Διάλεξε από τον δρόμο της συναίνεσης και της εξάπλωσης, τον δρόμο της συμπύκνωσης. Αποφάσισε να να μετατραπεί από την “νεολαία που πρέπει να ακούμε”, σε μια Μαχητική Κάστα Πρωτοπορίας! Αντί να πείσει την μάζα για τον σκοπό της, προτίμησε να δυναμώσει τον εαυτό της και να χαράξει την πορεία της. Γιατί η μάζα δεν θα πειστεί ποτέ για την Αλήθεια, μιας και δεν δίνει δεκάρα για την οποιαδήποτε αλήθεια. Γυρεύει μονάχα μια Πρωτοπορία να την πάρει από το χέρι και να την οδηγήσει. Και εκεί έρχεται η Χρυσή Αυγή στο προσκήνιο, όπου θα κληθεί να παίξει τον ρόλο της μάνας που θα γεννήσει την νέα Αριστοκρατία του Αίματος! Την Αριστοκρατία που θα εισακούσει στον Ιερό Νόμο της Εκδίκησης και θα τσακίσει ολοσχερώς του πνευματικά και θεσμικά θεμέλια αυτού του σάπιου προτεκτοράτου, και στην θέση τους θα ανοικοδομήσει μια πραγματική Πατρίδα!
ΠΗΓΗ : ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ