Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε,
ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι
εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε:
«Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία
βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και
οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι,
και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό
και εκάμαμε την Επανάσταση.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης - Από την ομιλία του στην Πνύκα
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες μορφές
της Επαναστάσεως του 1821. Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1770 στο
Ραμαβούνι Μεσσηνίας και ήταν ο γιός του Κωνσταντή που πήρε μέρος στην
ένοπλη εξέγερση του 1770 και έδωσε το Αίμα του για την Πατρίδα στον
πύργο της Καστανίτσας. Γόνος Ηρώων ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εισχώρησε στα
σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και έγινε καπετάνιος μόλις στα 15
του χρόνια.
Ως απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρίας σήκωσε στη Μάνη την Σημαία της
Επαναστάσεως την 23η Μαρτίου του 1821 και τα επόμενα χρόνια
πρωταγωνίστησε στις περισσότερες εκ των μαχών που δώσανε οι πρόγονοι μας
«υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Η Μάχη του Βαλτετσίου όπως περιγράφηκε από το δημοτικό τραγούδι
"Τι έχεις, καημένε κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήπως διψάς για αίματα, για τούρκικα κεφάλια;
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη".
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια".
Πέρασε από τα Τρίκορφα και σύρε στο Βαλτέτσι,
όπου είν' ο τόπος δυνατός και δυνατά ταμπούρια,
εκεί θα βρεις τα αίματα, τα τούρκικα κεφάλια,
Τρία μπαϊράκια κίνησαν από μέσα από τη χώρα,
το ένα πάει στα Τρίκορφα, τ' άλλο στους Αραχαμίτες,
κι αυτός ο Κεχαγιάμπεης πηγαίνει στο Βαλτέτσι.
Ο Κυριακούλης του μιλάει κι ο Μπεζαντές του λέει:
"Πού πας, βρε Κεχαγιάμπεη, τ' Αλή πασά κοπέλι;
Εδώ δεν είναι Κόρινθος, δεν είναι Πέρα Χώρα,
δεν είναι τ' αργίτικα κρασιά, του Μπέλεση τα κριάρια.
Εδώ είν' ορδή Καρύταινας, μανιάτικο ντουφέκι,
Κολοκοτρώνης αρχηγός με το Μαυρομιχάλη".
Αφήστε τα ντουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας
βάλτε τους Τούρκους εμπροστά, σαν πρόβατα, σαν γίδια".
Λίγο καιρό μετά την μάχη του Βαλτετσίου ο Γέρος του Μοριά, ύστερα από
επική μάχη έναντι σε υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις μπαίνει θριαμβευτής
στην Τριπολιτσά. Εντός των τειχών βρίσκονται χιλιάδες εχθροί της
Ελλάδος. Τούρκοι και Εβραίοι παρατάσσονται εναντίον των Ελληνικών
Στρατιών, μα εις μάτην… Ο Γέρος του Μοριά είναι ασταμάτητος και μπαίνει
στην πόλη με ελάχιστες απώλειες, εξαπολύοντας τις φλόγες της Νεμέσεως
από τον Θεό των Ελλήνων απέναντι στους εχθρούς της Ελλάδας. Στην
πολιορκία της Τριπολιτσάς αναφέρεται και ο «Ύμνος εις την Ελευθερία» του
Διονυσίου Σολωμού, περιγράφοντας με απόλυτη ακρίβεια και ποιητική
ομορφιά τον σφοδρό αγώνα των Ελλήνων για Ελευθερία.
35 Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει
της αθλίας Τριπολιτσάς•
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.
36 Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν' άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.
37 Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως ειν' πολλά•
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;
38 Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά.
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά 'βρει η συμφορά!
39 Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή•
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
40 Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν' ανεβεί.
41 Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν•
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
42 Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά•
να, σας φθάνει• αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!
43 Αποκρίνονται και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.
44 Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
45 Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός!
΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει
πάρεξ θάνατου πικρός.
46 Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,
47 και οι βροντές και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον ΄Αδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά•
48 Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι
αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.
49 'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.
50 Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.
51 Τόσα πέφτουνε τα θερι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς•
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
52 Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.
53 'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
54 εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
55 Με τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά•
56 και χορεύοντας μανίζουν
εις τους ΄Ελληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.
57 Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθειά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58 Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.
59 Κτυπούν όλοι απάνου κάτου•
κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου
χώρις να δευτερωθεί.
60 Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει•
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.
61 Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια όπου χουμάνε
περισσότερο ειν' γοργά.
62 Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη•
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.
63 Τόση η μάνητα κι η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δεν είνει ένας ζωντανός.
64 Κοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
65 και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία,
σωθικά λαχταριστά.
66 Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή•
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει• έως πότε οι σκοτωμοί;
67 Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.
68 Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και “Αλλά”, εφώναζαν, “Αλλά”,
και των Χριστιανών τα χείλη
“φωτιά”, εφώναζαν, “φωτιά”.
69 Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν “φωτιά”,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας “Αλλά”.
70 Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί•
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.
71 Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
72 Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.
τώρα τρόμου αστροπελέκι
να της ρίψεις πιθυμάς.
36 Μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν' άρματα γεμάτη
και πολέμιαν χλαλοή.
37 Σου προβαίνουνε και τρίζουν
για να ιδείς πως ειν' πολλά•
δεν ακούς που φοβερίζουν
άνδρες μύριοι και παιδιά;
38 Λίγα μάτια, λίγα στόματα
θα σας μείνουνε ανοιχτά.
για να κλαύσετε τα σώματα
που θε νά 'βρει η συμφορά!
39 Κατεβαίνουνε, και ανάφτει
του πολέμου αναλαμπή•
το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,
λάμπει, κόφτει το σπαθί.
40 Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;
Λίγα τα αίματα γιατί;
Τον εχθρό θωρώ να φύγει
και στο κάστρο ν' ανεβεί.
41 Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι,
οπού φεύγοντας δειλιούν•
τα λαβώματα στην πλάτη
δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.
42 Εκεί μέσα ακαρτερείτε
την αφεύγατη φθορά•
να, σας φθάνει• αποκριθείτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά!
43 Αποκρίνονται και η μάχη
έτσι αρχίζει, οπού μακριά
από ράχη εκεί σε ράχη
αντιβούιζε φοβερά.
44 Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
45 Α, τι νύκτα ήταν εκείνη
που την τρέμει ο λογισμός!
΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει
πάρεξ θάνατου πικρός.
46 Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,
οι κραυγές, η ταραχή,
ο σκληρόψυχος ο τρόπος
του πολέμου, και οι καπνοί,
47 και οι βροντές και το σκοτάδι
οπού αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον ΄Αδη
που ακαρτέρειε τα σκυλιά•
48 Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι
αναρίθμητοι, γυμνοί,
κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,
βρέφη ακόμη εις το βυζί.
49 'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει,
μαύρη η εντάφια συντροφιά,
σαν το ρούχο οπού σκεπάζει
τα κρεβάτια τα στερνά.
50 Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι
επετιούντο από τη γη,
όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι
από τούρκικην οργή.
51 Τόσα πέφτουνε τα θερι-
σμένα αστάχια εις τους αγρούς•
σχεδόν όλα εκειά τα μέρη
εσκεπάζοντο απ' αυτούς.
52 Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,
και αναδεύοντο μαζί,
ανεβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.
53 'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
54 εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
55 Με τα μάτια τους γυρεύουν
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στα αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά•
56 και χορεύοντας μανίζουν
εις τους ΄Ελληνες κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.
57 Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθειά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58 Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.
59 Κτυπούν όλοι απάνου κάτου•
κάθε κτύπημα που εβγεί
είναι κτύπημα θανάτου
χώρις να δευτερωθεί.
60 Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει•
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ' το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.
61 Της καρδίας κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια όπου χουμάνε
περισσότερο ειν' γοργά.
62 Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη•
γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.
63 Τόση η μάνητα κι η ζάλη,
που στοχάζεσαι μη πως
από μία μεριά και απ' άλλη
δεν είνει ένας ζωντανός.
64 Κοίτα χέρια απελπισμένα
πώς θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
65 και παλάσκες και σπαθία
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία,
σωθικά λαχταριστά.
66 Προσοχή καμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις τη σφαγή•
πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,
φθάνει• έως πότε οι σκοτωμοί;
67 Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο
και λες κι είναι εις την αρχή.
68 Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και “Αλλά”, εφώναζαν, “Αλλά”,
και των Χριστιανών τα χείλη
“φωτιά”, εφώναζαν, “φωτιά”.
69 Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν “φωτιά”,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας “Αλλά”.
70 Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί•
παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.
71 Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
72 Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη
και κυλάει στη λαγκαδιά,
και το αθώο χόρτο πίνει
αίμα αντίς για τη δροσιά.
Στις 26 Ιουλίου 1822 στα στενά των Δερβενακίων, κοντά στη Νεμέα, οι
Τούρκοι υπέστησαν δεινή ήττα, χάνοντας πάνω από 3.000 άνδρες. Στη μάχη
εκτός του Κολοκοτρώνη διακρίθηκαν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Παπαφλέσσας
και ιδιαιτέρως ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστότερος ως Νικηταράς, που
έλαβε το προσωνύμιο Τουρκοφάγος Ο Δράμαλης και οι εναπομείναντες άνδρες
του προσπάθησαν να διαφύγουν την επομένη από την κλεισούρα του
Αγιονορίου. Όμως, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης και ο Παπαφλέσσας ήταν κι
εκεί για να προκαλέσουν νέες βαριές απώλειες στον Δράμαλη στις 28
Ιουλίου.
Με τα υπολείμματα του στρατού του, ο Δράμαλης, έφθασε στην Κόρινθο, όπου στα τέλη Οκτωβρίου πέθανε από την απογοήτευσή του. Ο
θριαμβευτής Κολοκοτρώνης ανακηρύχθηκε από την Κυβέρνηση Αρχιστράτηγος
της Πελοποννήσου, κατ' απαίτηση των οπλαρχηγών. Η Επανάσταση όχι μόνο
είχε διασωθεί, αλλά είχε αποκτήσει ισχυρά θεμέλια, χάρη στο σχέδιο και
την τακτική του Γέρου του Μοριά.
Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει
ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής. Στην
συνέχεια δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, λόγω των πολιτικών
θέσεων του που δεν ικανοποιούσαν τους Άγγλους επικυρίαρχους, αλλά του
απεδόθη χάρη με την ενηλικίωση του Όθωνα. Έγραφε σχετικά ο Γέρος του Μωριά, καταδεικνύοντας μία σύμπτωση της Ιστορίας: «Μ'
έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του
δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε
ποιος πέθανε, ούτε ποιόν [άλλον] έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν
ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν
ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ' έχουν κλεισμένο. Με
τον καιρό μου πέρασε απ' το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την
υπόληψη που 'χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την
επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν
ψευδομάρτυρες».
Έφυγε μια μέρα σαν σήμερα στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, αλλά συνεχίζει
να ζει για πάντα μέσα στις ψυχές των Ελλήνων που διψούν για Πατρίδα και
Ελευθερία.
«Φωτιά στα σπίτια και τσεκούρι στην
περιουσία και το λαιμό εκείνων που κάνουν τα χατίρια των Τούρκων.
Φωτιά
και τσεκούρι στους προσκυνημένους!»