Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

H Χρυσή Αυγή κατέθεσε προσφυγή στο ΣτΕ κατά της αντισυνταγματικής αναστολής χρηματοδότησης του κόμματος

  H Χρυσή Αυγή κατέθεσε προσφυγή στο ΣτΕ κατά της αντισυνταγματικής αναστολής χρηματοδότησης του κόμματος     


     Χρησιμοποιώντας όλα τα ένδικα μέσα που έχει στην φαρέτρα του, ο Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή κατέθεσε προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά της αντισυνταγματικής αναστολής χρηματοδότησης του κόμματος.

     Συνοπτικά, η αναστολή χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής είναι αντισυνταγματική, παράνομη και αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η επίμαχη ρύθμιση που προβλέπει την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης είναι αντισυνταγματική, καθώς είναι «φωτογραφική». Ο νόμος πρέπει να θεσπίζει κανόνες οι οποίοι να είναι γενικοί και απρόσωποι και να ρυθμίζουν γενικά μια κατάσταση.


     Όμως, στην επίμαχη σύσκεψη των συναρμοδίων «κορυφαίων» υπουργών της 27ης Σεπτεμβρίου 2013 υπήρξε προαναγγελία της νομοθετικής ρύθμισης για τη χρηματοδότηση, ενώ κατά τη συζήτηση στη Βουλή, όλοι οι βουλευτές που μίλησαν ομολόγησαν «κυνικά» ότι η συγκεκριμένη διάταξη αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στη Χρυσή Αυγή.


     Παράλληλα, παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Και αυτό γιατί δεν μπορεί η Βουλή από τη μία να ψηφίζει το νόμο για αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης και στη συνέχεια να έρχεται πάλι η ίδια να ελέγξει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του νόμου.


     Επίσης, παραβιάζεται το άρθρο 5 του Συντάγματος που  θεσπίζει την ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας, καθώς η αναστολή της χρηματοδότησης αποτελεί «βίαιη κρατική παρέμβαση στην ακώλυτη συμμετοχή στην πολιτική και οικονομική ζωή», αφού στερεί στη Χρυσή Αυγή το δικαίωμα να εισπράξει τη χρηματοδότηση και άρα να ασκήσει το νόμιμο πολιτικό της αγώνα. Και η συνταγματική  αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος) παραβιάζεται, σύμφωνα με την προσφυγή, όπως παραβιάζεται και το άρθρο 29 του Συνταγματικού χάρτη, που ορίζει ότι τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το κράτος για τις εκλογικές στους δαπάνες.


     Η αναστολή της χρηματοδότησης προσκρούει και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, το οποίο προστατεύει την περιουσία. Στην έννοια της περιουσίας ενός κόμματος περιλαμβάνεται και η κρατική ενίσχυση.


     Βάναυσα όμως παραβιάζεται και το τεκμήριο της αθωότητας, καθώς για την αναστολή της χρηματοδότησης, σύμφωνα με το νόμο, αρκεί και μόνο η άσκηση δίωξης ή επιβολή προσωρινής κράτησης, ενώ αντίθετα για την άρση της αναστολής της χρηματοδότησης απαιτείται αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή αμετάκλητη αθωωτική απόφαση.


     Η υπόθεση ήδη προσδιορίστηκε από τον πρόεδρο του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Σωτήρη Ρίζο να συζητηθεί στην Ολομέλεια την 4η Απριλίου 2014 με εισηγήτρια τη σύμβουλο Επικρατείας Μαρία Καραμανώφ.


Ακολουθεί όλο το κείμενο της αίτησης ακύρωσης:



ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΑΙΤΗΣΗ


     Του πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», με έδρα στην Αθήνα, οδός Μεσογείων 131, νομίμως εκπροσωπουμένου


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΥΡΩΣΗ


     Της υπ. αριθ. 51776/23-12-2013 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ τεύχος Β’, 3275/23-12-2013), με την οποία αποφασίζεται η αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο πολιτικό κόμμα «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ».


Ι. Σύντομο Ιστορικό

Το νόμιμο πολιτικό κόμμα με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» συμμετείχε, με πλήρεις εκλογικούς συνδυασμούς σε ολόκληρη την επικράτεια, κατά τις γενικές βουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 και τις επαναληπτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012. Σημειώνεται δε ότι στις βουλευτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου 2012, το κόμμα «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» έλαβε τετρακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες εννιακόσιους ενενήντα (425.990) ψήφους (ποσοστό 6,92 %) και εξέλεξε συνολικά δέκα οκτώ (18) βουλευτές στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Εξάλλου, η συμμετοχή του κόμματος «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» στις πάσης φύσεως εκλογές (εθνικές εκλογές, εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εκλογές για την ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων στην τοπική αυτοδιοίκηση) και η εν γένει πολιτική του δράση είναι απολύτως νόμιμη και σέβεται το Σύνταγμα της Ελλάδας και την κείμενη νομοθεσία. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από την ανακήρυξη της υποψηφιότητας του κόμματος και των υποψήφιων βουλευτών του σε ολόκληρη την επικράτεια από τον Άρειο Πάγο, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, στις οποίες επιθυμούσε να συμμετέχει, όσο και από την υποβολή και έγκριση του καταστατικού του από τον αρμόδιο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Σε αυτό το πλαίσιο, μετά την εκλογή των 18 Βουλευτών της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, οι κατά τα ανωτέρω εκλεγέντες Βουλευτές του κόμματός μας ασκούσαν κανονικά τα κοινοβουλευτικά μας καθήκοντα, όπως αυτά απορρέουν από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής των Ελλήνων, ενώ συνεχίζαμε και την εν γένει νόμιμη πολιτική μας δράση, με την πραγματοποίηση πολιτικών εκδηλώσεων, ομιλιών, ανοιχτών συγκεντρώσεων, και λοιπών πολιτικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της εκλογικής απήχησης του κόμματος μας και στην διάδοση της ιδεολογίας του στην ελληνική κοινωνία. Περαιτέρω, αναπτύξαμε ένα ευρύ πλαίσιο φιλανθρωπικών δράσεων, με τη δωρεάν διανομή τροφίμων, ρουχισμού και ειδών πρώτης ανάγκης προς συμπολίτες μας που στερούνταν των βασικών μέσων βιοπορισμού, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα μας.

Εξάλλου, τη νύχτα της 17ης προς την 18η Σεπτεμβρίου 2013, στην περιοχή της Αμφιάλης Αττικής και υπό συνθήκες που διερευνώνται από την ελληνική αστυνομία και τη Δικαιοσύνη, έλαβε χώρα η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, από άτομο που φέρεται να είναι οπαδός του πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ».

Το πολιτικό κόμμα «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» έσπευσε να καταδικάσει το γεγονός της δολοφονίας και τόνισε κατηγορηματικά ότι ουδεμία ανάμειξη έχει με αυτό το αποτρόπαιο συμβάν και ότι επιθυμεί την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης και την τιμωρία των δραστών.

Εν συνεχεία, και παρά τις κατά τα ανωτέρω διαβεβαιώσεις μας περί καταδίκης της δολοφονίας αυτής και περί μη, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εμπλοκής του κόμματός μας με αυτήν, ξεκίνησε μια πρωτοφανής προσπάθεια διασύνδεσης του κόμματός μας με τη δολοφονία και τρομοκράτησης των στελεχών, μελών και υποστηρικτών – ψηφοφόρων του κόμματός μας. Η προσπάθεια αυτή είχε ως κύριο ενορχηστρωτή την ελληνική κυβέρνηση, και εκφραζόταν μέσω των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη κυρίου Δένδια και Δικαιοσύνης κυρίου Αθανασίου. Περαιτέρω, όπως θα καταδειχθεί και κατωτέρω, ενεργό ρόλο στην προσπάθεια αυτή έπαιξε και σχεδόν το σύνολο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία υιοθετούσαν άκριτα όλες τις κατηγορίες κατά του κόμματός μας, χωρίς, όμως, να μας δίνουν τη δυνατότητα αντίκρουσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, την 18η Σεπτεμβρίου 2013, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη κύριος Δένδιας συνέταξε και απέστειλε προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κυρία Ευτέρπη Γκουτζαμάνη, φάκελο με 32 δήθεν υποθέσεις ποινικού ενδιαφέροντος, στις οποίες υποτίθεται ότι εμπλέκονταν βουλευτές, στελέχη, μέλη και οπαδοί του πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ».

Εν συνεχεία, την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως και Προστασίας του Πολίτη Νικόλαου Δένδια, με τον Υπουργό Δικαιοσύνης Χαράλαμπο Αθανασίου, τον Υπουργό Εσωτερικών Ιωάννη Μιχελάκη και τον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Μάκη Βορίδη, σχετικά με την υπόθεση της «ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ», όπως την αποκαλούσαν, οι οποίοι, ουσιαστικά, προανήγγειλαν τις διώξεις και όλα τα γεγονότα που επακολούθησαν, ενώ εξήγγειλαν και την κατάθεση τροπολογίας στη Βουλή, για την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης σε πολιτικά κόμματα των οποίων η ηγεσία διώκεται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (εν προκειμένω τονίζεται ότι σε εκείνη τη χρονική στιγμή δεν είχε καν ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος μας για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση).

Αποκορύφωμα της συντονισμένης κυβερνητικής προσπάθειας για την φυσική και πολιτική εξόντωση του πολιτικού κόμματος με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» και των εκλεγμένων Βουλευτών αυτού, ήταν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από την 28η Σεπτεμβρίου και εντεύθεν, και συγκεκριμένα η σύλληψη και προφυλάκιση, με την κατηγορία της διεύθυνσης και της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, όπως ακριβώς είχε προαναγγελθεί στην προαναφερθείσα «σύσκεψη», των κατωτέρω Βουλευτών του κόμματός μας : α) του κυρίου Νικόλαου Μιχαλολιάκου, Γενικού Γραμματέα του κόμματός μας και Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας αυτού, Βουλευτή στην Α’ Εκλογική Περιφέρεια Αθηνών, β) του κυρίου Χρήστου Παππά, Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του κόμματος και Βουλευτή Επικρατείας αυτού, γ) του κυρίου Ιωάννη Λαγού, Βουλευτή της Β’ Εκλογικής Περιφέρειας Πειραιώς. Ακολούθησε, τον Ιανουάριο του έτους 2014, η προφυλάκιση και των Βουλευτών δ) κυρίου Γεωργίου Γερμενή, Βουλευτή της Β’ Εκλογικής Περιφέρειας Αθηνών, ε) κυρίου Παναγιώτη Ηλιόπουλου, Βουλευτή της εκλογικής Περιφέρειας Μαγνησίας, και, στ) κυρίου Ευστάθιου Μπούκουρα, Βουλευτή της εκλογικής Περιφέρειας Κορινθίας.

Περαιτέρω, στα πλαίσια της ίδιας ενορχηστρωμένης και προσχεδιασμένης επιχείρησης κατά του κόμματός μας, συνελήφθησαν, και πάλι με την κατηγορία της διεύθυνσης και της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, τα ξημερώματα της 28η Σεπτεμβρίου 2013, οι Βουλευτές της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ κύριοι Ηλίας Κασιδιάρης (εκλογική Περιφέρεια Αττικής), Νικόλαος Μίχος (εκλογική Περιφέρεια Εύβοιας) και Ηλίας Παναγιώταρος (εκλογική Περιφέρεια Β’ Αθηνών), οι οποίοι, εν συνεχεία, αφέθησαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους.

Τέλος, η Κυβέρνηση έφερε προς ψήφιση στη Βουλή την προαναγγελθείσα φωτογραφική τροπολογία για την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης σε πολιτικά κόμματα των οποίων η ηγεσία διώκεται για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με τα άρθρα 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα. Η τροπολογία αυτή εντάχθηκε, τελικά, στο άρθρο 23 του Νόμου 4203/2013 «Ρυθμίσεις θεμάτων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και άλλες διατάξεις», (ΦΕΚ Α’, 235/1.11.2013).

Ειδικότερα, με τη διάταξη αυτή, προστέθηκε άρθρο 7Α στο Νόμο 3023/2002 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών» (ΦΕΚ Α’, 146), το οποίο ορίζει τα ακόλουθα :

«1. Σε περίπτωση άσκησης δίωξης και επιβολής προσωρινής κράτησης κατά το άρθρο 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά του αρχηγού κόμματος ή του προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγματική διεύθυνση κόμματος ή κατά περισσοτέρων του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, σύμφωνα με το καταστατικό τους, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, αναστέλλεται κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση μετά από απόφαση της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η αναστολή μπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις των ως άνω φυσικών προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης του κόμματος στο οποίο ανήκουν ή στο όνομα αυτού.

2. Σε περίπτωση εκδόσεως αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης, αίρεται αναδρομικά η κατά τα ανωτέρω αναστολή και καταβάλλονται άτοκα στον δικαιούχο τα παρακρατηθέντα ποσά.

3. Σε εφαρμογή της, κατά την παράγραφο 1 του παρόντος, απόφασης της Βουλής περί αναστολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης, καθώς και στην περίπτωση της κατά την παράγραφο 2 άρσης αυτής, εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ενημερώνει σχετικώς τους συναρμόδιους Υπουργούς

Σε εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης, ακολούθησε η υπ. αριθ. 12415 διεκπ. 8237/19-12-2013 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής «για αναστολή κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης του κόμματος «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» (ΦΕΚ Α’, 281/19-12-2013), και, τέλος, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση περί αναστολής καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο πολιτικό κόμμα με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ».

ΙΙ. Έννομο Συμφέρον - Παραδεκτό

Η παρούσα αίτηση ακυρώσεως ασκείται με προφανές έννομο συμφέρον, δοθέντος ότι δια της προσβαλλομένης πράξεως υφίσταμαι μείζονα οικονομική ζημία, η οποία συνίσταται στην αναστολή της καταβολής στο πολιτικό κόμμα με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» του συνόλου της κρατικής χρηματοδότησης που αυτό δικαιούται να λάβει για το έτος 2013, και η οποία ανέρχεται συνολικά σε οκτακόσιες εβδομήντα τρεις χιλιάδες εκατόν δέκα τέσσερα ευρώ και ογδόντα τρία λεπτά (873.114,83 ευρώ), σύμφωνα με την υπ. αριθ. πρωτοκόλλου 9739/12-3-2013 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών (ΑΔΑ ΒΕΔΣΝ-353), αναφορικά με την κατανομή της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης του έτους 2013 στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα.

Περαιτέρω, με την προσβαλλόμενη πράξη, αναστέλλεται και η καταβολή στο πολιτικό κόμμα με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» της αντίστοιχης κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης για τα έτη από το 2014 και εφεξής, καθώς και της εκλογικής χρηματοδότησης που δικαιούται να λάβει για τις ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου 2014, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια, στα οποία εκκρεμεί η σχετική ποινική δικογραφία περί δήθεν συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση των ανωτέρω Βουλευτών της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.

Εξάλλου, η παρούσα αίτηση ακυρώσεως ασκείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν κοινοποιήθηκε ποτέ στο κόμμα μας (την πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο), ενώ δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 23-12-2013, από την επομένη της οποίας αρχίζει η εξηκονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης.

Ενόψει όλων των παραπάνω και δοθέντος ότι η παρούσα αίτηση ασκείται εν γένει παραδεκτώς, θα πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της και να γίνει αποδεκτή για τους κατωτέρω βάσιμους, νόμιμους και αληθείς λόγους :

ΙΙΙ. Λόγοι ακύρωσης

Καταρχήν, τονίζεται ότι όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως αφορούν την αντισυνταγματικότητα και την αντίθεση προς τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων αυτής, τόσο της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής απόφασης, όσο  και των διατάξεων του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002, δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη.

Α) Αντισυνταγματικότητα του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002, λόγω του «φωτογραφικού χαρακτήρα» των διατάξεων αυτού και λόγω παραβίασης της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της διάκρισης των λειτουργιών

Όπως είναι γνωστό, κατά πάγια αρχή του δημοσίου δικαίου, ο νόμος πρέπει να θεσπίζει κανόνες δικαίου που είναι γενικοί και απρόσωποι και ρυθμίζουν γενικά μια έννομη σχέση ή κατάσταση. Υπό αυτήν την έννοια, δεν επιτρέπεται στο νομοθέτη να περιγράφει με γενικούς όρους και έννοιες μια εξατομικευμένη περίπτωση, ώστε να την υπαγάγει στο πεδίο εφαρμογής του. Με άλλα λόγια, απαγορεύεται στον νομοθέτη να εισάγει τις λεγόμενες φωτογραφικές διατάξεις, οι οποίες εκφράζονται μεν με γενικούς και αόριστους όρους, πλην όμως είναι ξεκάθαρο ότι αφορούν μια συγκεκριμένη περίπτωση.

Μία τέτοια φωτογραφική ρύθμιση είναι και αυτή που εντάχθηκε στο άρθρο 7Α του Νόμου 3023/2002, με την οποία καταστρατηγείται ο γενικός και απρόσωπος χαρακτήρας του κανόνα δικαίου και επιδιώκεται απροκάλυπτα η αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται τόσο από την προαναφερθείσα «προαναγγελία» της ανωτέρω διάταξης, εκ μέρους κορυφαίων Υπουργών της Κυβέρνησης, κατά τα εκτεθέντα στο ιστορικό της υπόθεσης, όσο και από την ανάγνωση των οικείων Πρακτικών των αντίστοιχων συνεδριάσεων της Βουλής, όπου όλοι οι λαβόντες το λόγο Βουλευτές, ομολογούν κυνικά ότι η συγκεκριμένη διάταξη αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ.

Και ναι μεν τα λεγόμενα interna corporis ζητήματα της Βουλής, μεταξύ των οποίων η διαδικασία ψήφισης του Νόμου, εκφεύγουν του ακυρωτικού ελέγχου του Συμβουλίου της Επικρατείας, πλην όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει και των προεκτεθέντων αδιάψευστων αποδεικτικών στοιχείων, θεωρούμε ότι η θέσπιση της επίμαχης φωτογραφικής διάταξης αποτελεί μια πρόδηλη περίπτωση νόθευσης και διαστρέβλωσης των βασικών αρχών της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτικού δικαίου. Μοναδική δε έννομη προστασία που μας απομένει είναι η άσκηση της επίδικης αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου Σας.

Περαιτέρω, η προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002 ανάμειξη της Βουλής στη διαδικασία αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης σε πολιτικά κόμματα, αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση της κατοχυρωμένης στο άρθρο 26 του Συντάγματος αρχής της διάκρισης των λειτουργιών. Η ανωτέρω διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002 ορίζει ότι «…αναστέλλεται κάθε είδους κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση μετά από απόφαση της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών».

Όμως, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βουλή είναι το όργανο που νομοθετεί, δηλαδή που θέτει τους κανόνες δικαίου, και δεν μπορεί να υπεισέρχεται και σε αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία είναι αποκλειστικά αρμόδια για την εφαρμογή και την εκτέλεση των νόμων. Δηλαδή, δεν μπορεί η ίδια η Βουλή, αφενός μεν να ψηφίζει το νόμο περί αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης και της οικονομικής ενίσχυσης στα κόμματα, και, εν συνεχεία, να έρχεται, και πάλι η ίδια, να ελέγξει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του νόμου αυτού σε μια συγκεκριμένη περίπτωση. Με αυτόν τον τρόπο, ανοίγει ο δρόμος στην ανέλεγκτη αυθαιρεσία της Βουλής, η οποία, με την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, μπορεί αρχικά να θεσπίζει έναν νόμο με «φωτογραφικές διατάξεις», και εν συνεχεία, με την ίδια πλειοψηφία, να διαπιστώνει πότε μια εξατομικευμένη ad hoc περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού.

Όπως συναφώς αναφέρεται και από τη θεωρία, «οι κυρώσεις σε βάρος πολιτικού κόμματος πρέπει να ανατίθενται σε όργανο, η σύνθεση του οποίου δεν αφήνει περιθώριο για κομματικό ανταγωνισμό. Άρα η απαγόρευση χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό του κράτους, εάν κατηγορηθεί αριθμός βουλευτών, υπόκειται σε κριτική ως φωτογραφική και νομικά μετέωρη…» (βλ. σχετικά σε Άλκης Δερβιτσιώτης, Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων λόγος αυτοδίκαιης έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα, ΕΔΔΔΔ 4/2013, σελ. 849 επ και ιδίως σελ. 851).

Β) Παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5§1 του Συντάγματος, «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη».

Ελευθερία για την ανάπτυξη της προσωπικότητας σημαίνει ευχέρεια του ανθρώπου να δρα αδέσμευτος, σύμφωνα με τις ικανότητες που απορρέουν από την ιδιαιτερότητά του και να πραγματώνει την κατ’ αυτόν ολοκλήρωση της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής, ηθικής και κοινωνικής υποστάσεώς του, δηλαδή να αυτοδιαμορφώνει την προσωπικότητά του χωρίς να εμποδίζεται από τα κρατικά όργανα.

Υπ’ αυτήν την έννοια, η αποφασισθείσα με την προσβαλλόμενη πράξη αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο πολιτικό κόμμα «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ» αποτελεί βίαιη κρατική παρέμβαση στην ακώλυτη συμμετοχή μου στην πολιτική και οικονομική ζωή, δοθέντος ότι μου στερεί, κατά πρωτοφανή τρόπο, το ποσό της κρατικής χρηματοδότησης που δικαιούμαι να εισπράξω, βάσει του ποσοστού που έλαβα στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, προκειμένου να ασκήσω τον νόμιμο πολιτικό μου αγώνα.

Με άλλα λόγια, δια των επίμαχων διατάξεων του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002 και της επ’ αυτών ερειδομένης και νυν προσβαλλομένης πράξεως, θίγεται ο πυρήνας της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική και την πολιτική ζωή της χώρας, ως ιδιαίτερης μορφής και έκφανσης της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Δηλαδή, δια της προπεριγραφείσας μεθόδευσης, στερούμαι επί της ουσίας των απαιτουμένων μέσων για την ανάπτυξη της όποιας σκοπούμενης πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας, ήτοι τίθενται εν τοις πράγμασι εμπόδια, κρατικής προέλευσης, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τους κανόνες που απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Συντάγματος. Υπό το πρίσμα τούτο, η νυν προσβαλλόμενη πράξη τυγχάνει ακυρωτέα λόγω παραβίασης του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος.

Γ) Παραβίαση του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25§1 του Συντάγματος, «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

Με τις παραπάνω διατάξεις γνωρίζει πλέον και ρητή συνταγματική κατοχύρωση η αρχή της αναλογικότητας. Βέβαια, η αρχή αυτή είχε ήδη γνωρίσει, από ετών, πλήρη νομολογιακή καθιέρωση και κατοχύρωση, τόσο από τα Ελληνικά Δικαστήρια, όσο και από τα υπερεθνικά (ΔΕΚ και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Καθ’ ερμηνεία και ορθή εφαρμογή της εν λόγω αρχής, τα μέτρα που λαμβάνονται κάθε φορά θα πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή να μπορούν να προωθήσουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Επιπλέον, πρέπει να είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, να μην μπορούν, δηλαδή, να αντικατασταθούν από εναλλακτικό μέτρο εξίσου αποτελεσματικό, το οποίο να έχει λιγότερο επιβλαβείς συνέπειες για άλλα προστατευόμενα συμφέροντα. Τέλος, δεν θα πρέπει να υφίσταται δυσαναλογία μεταξύ του επιδιωκομένου, μέσω του μέτρου αυτού, σκοπού και του μεγέθους της προσβολής άλλου αξίου προστασίας εννόμου αγαθού.

Εν προκειμένω, χρήζει απαραιτήτως έρευνας, το κατά πόσον η προβλεπόμενη στο άρθρο 7Α του Νόμου 3023/2002 αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης σε πολιτικό κόμμα του οποίου ορισμένα στελέχη διώκονται για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι αποτελεί το πλέον πρόσφορο μέσο, που αδυνατεί να αντικατασταθεί από άλλο, το οποίο να έχει ηπιότερες ή, άλλως, λιγότερο επιβλαβείς συνέπειες σε άλλα συμφέροντα που χρήζουν προστασίας, όπως είναι εν προκειμένω το δικαίωμα ενός απόλυτα νόμιμου πολιτικού κόμματος να συμμετέχει στην πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας, δικαίωμα που, ουσιαστικά, δεν μπορεί να ασκηθεί με τον οικονομικό στραγγαλισμό του κόμματος, ο οποίος επέρχεται δια της αναστολής της κυριότερης πηγής χρηματοδότησής του, που είναι η κρατική οικονομική ενίσχυση.

Δ) Παραβίαση του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος

Στο άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος, ορίζεται ότι «τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το κράτοςγια τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς τις εκλογικές δαπάνες και γενικά την οικονομική διαχείριση των κομμάτων, των βουλευτών, των υποψήφιων βουλευτών και των υποψηφίων στην τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμών. Με νόμο επιβάλλεται ανώτατο όριο εκλογικών δαπανών, μπορεί να απαγορεύονται ορισμένες μορφές προεκλογικής προβολής και καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η παράβαση των σχετικών διατάξεων συνιστά λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με πρωτοβουλία του ειδικού οργάνου του επόμενου εδαφίου. Ο έλεγχος των εκλογικών δαπανών των κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών διενεργείται από ειδικό όργανο που συγκροτείται και με τη συμμετοχή ανώτατων δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει.
Με νόμο μπορούν να επεκταθούν οι ρυθμίσεις αυτές και στους υποψηφίους για άλλες αιρετές θέσεις».

Σε εφαρμογή αυτής της συνταγματικής διάταξης, έχει εκδοθεί ο Νόμος 3023/2002 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών» (ΦΕΚ Α’, 146), ο οποίος ρυθμίζει τα σχετικά με την κρατική επιχορήγηση στα πολιτικά κόμματα. Όμως, η έννοια της συνταγματικής διάταξης είναι ότι ο νόμος ρυθμίζει, αποκλειστικά, σχετικά με τις διακρίσεις της κρατικής χρηματοδότησης (τακτική χρηματοδότηση, εκλογική χρηματοδότηση, οικονομική ενίσχυση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς), τις προϋποθέσεις για τη χορήγησή της (εκλογικό ποσοστό των κομμάτων) και τον τρόπο καταβολής της. Αντίθετα, ο νομοθέτης δεν δύναται να προβλέψει διάταξη περί διακοπής ή αναστολής της χορήγησης κρατικής χρηματοδότησης σε πολιτικό κόμμα, καθώς αυτό, ουσιαστικά, θα αναιρούσε τον ίδιο τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των κομμάτων στην κρατική χρηματοδότηση. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002 είναι προδήλως αντισυνταγματική, καθώς παραβιάζει κατάφωρα το άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού αναιρεί τον ίδιο τον πυρήνα του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος των κομμάτων στην κρατική χρηματοδότηση.

Σε κάθε περίπτωση, η θέση αυτή επιβεβαιώνεται και από το περιεχόμενο του Νόμου 3023/2002, ο οποίος, στο άρθρο 7, προβλέπει απαγορεύσεις στη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από άλλους, πλην του κράτους, φορείς, όπως από αλλοδαπούς, από Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, από ιδιοκτήτες εφημερίδων, ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και από νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αλλά πουθενά δεν αναφέρεται σε δυνατότητα αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων, καθώς αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη.

Ε) Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ, «πάν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ Νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίον, προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων».

Με το πρώτο εδάφιο των παραπάνω διατάξεων, θεσπίζεται ένας γενικός και απόλυτος κανόνας, δυνάμει του οποίου κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, όπου ως «πρόσωπο», προφανώς νοείται και το πολιτικό κόμμα.

Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α) που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα», και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Ολ.ΑΠ 40/1998 και την αναφερόμενη σ' αυτή πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).

Περαιτέρω, στην έννοια της περιουσίας ενός πολιτικού κόμματος, προφανώς περιλαμβάνονται και τα χρήματα που το πολιτικό κόμμα δικαιούται να λάβει από το κράτος ως κρατική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση, κατ’ εφαρμογή των σχετικών συνταγματικών και νομοθετικών προβλέψεων.

Η στέρηση των ενοχικών δικαιωμάτων χωρεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, όπως προαναφέρθηκε, και προϋποθέτει την καταβολή προηγούμενης αποζημίωσης. Η διάταξη αυτή του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ, έχει σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, άμεση και υπερνομοθετική ισχύ στο εθνικό δίκαιο που δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, έτσι ώστε αυτός δεν δικαιούται να προβλέψει την κατάργηση προστατευόμενου περιουσιακού δικαιώματος με διάταξη τυπικού νόμου. Τέτοιες διατάξεις νόμων και υπουργικές αποφάσεις που προβαίνουν στη στέρηση (η επί μακρόν αναστολή ισοδυναμεί με de facto στέρηση) της περιουσίας πολιτικών κομμάτων, χωρίς να συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και χωρίς προηγούμενη καταβολή αποζημίωσης, είναι αντισυνταγματικές (άρθρ. 28 παρ. 1 Σ σε συνδυασμό με αρθρ. 1 Π.Π. Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ).

Με τις επίμαχες διατάξεις του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002 και με την κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσα και ήδη προσβαλλόμενη κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, θίγονται τα ενοχικά δικαιώματα, ήτοι οι περιουσιακής φύσεως απαιτήσεις μου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τρόπο που στοιχειοθετεί ευθεία παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ. Για τον λόγο αυτό, η νυν προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω παράβασης του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

ΣΤ) Παραβίαση του άρθρου 3 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ, «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως διενεργούν, κατά λογικά διαστήματα, ελεύθερες μυστικές εκλογές, υπό συνθήκες επιτρέπουσες την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής θέλησης ως προς την εκλογή του νομοθετικού σώματος».

Η έννοια της ανωτέρω διάταξης είναι ότι κατοχυρώνεται τόσο το δικαίωμα του εκλέγειν, όσο και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, ενώ η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εξετάζει τη συμβατότητα προς την ΕΣΔΑ διατάξεων που αφορούν στα ασυμβίβαστα των βουλευτών, στα κωλύματα εκλογιμότητας και στην έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα.

Εξάλλου, προκειμένου να ικανοποιείται η υποχρέωση του Κράτους – μέλους στην ΕΣΔΑ να διενεργεί εκλογές, και, αντίστοιχα, να καθίσταται αποτελεσματική τόσο η άσκηση του σχετικού δικαιώματος των εκλογέων, όσο και η συμμετοχή των πολιτικών κομμάτων σε αυτές, εξυπακούεται ότι δεν πρέπει τα πολιτικά κόμματα να αποστερούνται της κρατικής χρηματοδότησης και εν γένει της οικονομικής ενίσχυσης που δικαιούνται να λαμβάνουν από το κράτος, καθώς αυτή αποτελεί ουσιώδες μέσο για την επίτευξη των σκοπών τους και για την ανάπτυξη της πολιτικής τους δραστηριότητας, η οποία αποβλέπει στη διεύρυνση της απήχησής τους στην κοινωνία. 

Κατά τούτο, ενόψει και των επερχόμενων εκλογών για την ανάδειξη εκπροσώπων της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η επιβαλλόμενη με την προσβαλλόμενη πράξη αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο κόμμα μας, παραβιάζει το άρθρο 3 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ζ) Παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002, για την αναστολή της κρατικής χρηματοδότησης και της οικονομικής ενίσχυσης σε κάποιο πολιτικό κόμμα, αρκεί η άσκηση δίωξης και η επιβολή προσωρινής κράτησης για τα προαναφερόμενα εγκλήματα. Αντίθετα, για την άρση της αναστολής της χρηματοδότησης, απαιτείται η έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης. Με αυτόν τον τρόπο, παραβιάζεται βάναυσα το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού, και επιβάλλει τη θεώρηση ως αθώου κάθε κατηγορούμενου, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο. Σύμφωνα με την επίμαχη διάταξη, όμως, αρκεί η κατάθεση μιας κακοπροαίρετης μήνυσης κατά ορισμένων βουλευτών ενός κόμματος και η άσκηση ποινικής δίωξης κατά αυτών από τον εισαγγελέα, ή η επιβολή του προσωρινού μέτρου της προσωρινής κράτησης (το οποίο δεν εκφέρει κρίση περί την ενοχή τους), ώστε να αναστέλλεται η κρατική χρηματοδότηση στο κόμμα τους, χωρίς να αναμένεται η έκδοση καταδικαστικής απόφασης, ή, έστω, παραπεμπτικού βουλεύματος.

Αντίθετα, για την επαναχορήγηση της χρηματοδότησης, απαιτείται η έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης, δηλαδή η υπόθεση πρέπει να φθάσει μέχρι και τον Άρειο Πάγο, οπότε θα έχουν περάσει τουλάχιστον πέντε χρόνια, με την ταχύτητα που χαρακτηρίζει την απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Έτσι, όμως, καταλείπεται ευρύτατο πεδίο αδιαφάνειας και αυθαιρεσίας της δικαστικής εξουσίας, αφού θα αρκεί η άσκηση μιας αβάσιμης και κατευθυνόμενης δίωξης, για να αίρεται επ’ αόριστον η κρατική χρηματοδότηση κομμάτων εκλεγμένων από τον ελληνικό λαό.

Εξάλλου, η αναστολή στην καταβολή της κρατικής χρηματοδότησης σε ένα πολιτικό κόμμα, ενόψει της σοβαρότητας αυτής και του ύψους της οικονομικής ενίσχυσης που λαμβάνει το κόμμα από τον κρατικό προϋπολογισμό, αναμφίβολα θεωρείται ως μια «κατηγορία ποινικής φύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, ώστε το τεκμήριο της αθωότητας να εφαρμόζεται υπέρ του εμπλεκόμενου πολιτικού κόμματος. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002 τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντικείμενη στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, και, άρα, και η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα, ως εκδοθείσα δυνάμει ανίσχυρης νομοθετικής διάταξης.

Η) Παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου

Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002 ορίζεται ότι «Η αναστολή μπορεί να επιβληθεί εφόσον οι πράξεις των ως άνω φυσικών προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης του κόμματος στο οποίο ανήκουν, ή στο όνομα αυτού».

Η αληθής και αδιαμφισβήτητη έννοια της ανωτέρω διάταξης είναι ότι, οι πράξεις για τις οποίες έχει ασκηθεί δίωξη και έχει επιβληθεί προσωρινή κράτηση κατά του αρχηγού κόμματος ή του προέδρου κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνου που ασκεί την πραγματική διεύθυνση κόμματος ή κατά περισσοτέρων του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης κόμματος ή συνασπισμού κομμάτων, για τα εγκλήματα των άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα, πρέπει να τελέσθηκαν στο πλαίσιο δράσης του κόμματος, ή στο όνομα αυτού. Αποκλειστικά και μόνο σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιβληθεί η κύρωση της αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης προς το πολιτικό κόμμα, στο οποίο οι διωκόμενοι και προσωρινά κρατούμενοι ανήκουν. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η επιβολή της αναστολής δεν είναι νόμιμη, δοθέντος και του ότι, ως νομοθετική διάταξη που περιορίζει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των πολιτικών κομμάτων στην κρατική χρηματοδότηση, το άρθρο 7Α του Νόμου 3023/2002 πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και να μην διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής του.

Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, οι πράξεις για τις οποίες διώκονται και τελούν σε προσωρινή κράτηση ο Γενικός Γραμματέας και οι λοιποί προαναφερθέντες Βουλευτές του πολιτικού κόμματος «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», προδήλως  δεν τελέσθηκαν στο όνομα του κόμματός μας, ούτε, βέβαια, και στα πλαίσια της δράσης αυτού.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σχετική ποινική δικογραφία, η μοναδική γενική και αόριστη κατηγορία που τους βαρύνει, είναι η δήθεν ένταξη και η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα, χωρίς όμως να εξειδικεύονται περαιτέρω οι αποδιδόμενες σε αυτούς πράξεις, ώστε να μπορεί να κριθεί αν αυτές τελέσθηκαν στα πλαίσια της δράσης του πολιτικού κόμματος «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ». Επομένως, καθ’ εαυτή η συγκεκριμένη κατηγορία δεν αποτελεί «πράξη», κατά την ποινική έννοια του όρου, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η πράξη αυτή τελέσθηκε στο όνομα του κόμματός ή στα πλαίσια της δράσης αυτού. Περαιτέρω, το αποτρόπαιο γεγονός της δολοφονίας Φύσσα, το οποίο είναι η αφορμή για την εκκίνηση της δίωξης των Βουλευτών μας, και το μοναδικό πραγματικό περιστατικό που επιχειρείται να αποδοθεί στους προσωρινά κρατούμενους Βουλευτές μας, προφανώς και δεν συνδέεται με την εν γένει πολιτική δράση του κόμματός μας. Άρα, ουδόλως υφίστανται πράξεις των διωκόμενων και προσωρινά κρατούμενων Βουλευτών μας, οι οποίες να μπορούν να συσχετιστούν με τη δράση του κόμματός μας, όπως απαιτεί το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002

Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία αποφασίσθηκε η αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο κόμμα μας, τυγχάνει ακυρωτέα για παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου, καθώς, για την έκδοσή της, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ και όσους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε νομίμως
ΖΗΤΟΥΜΕ

  • Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση,
  • Να ακυρωθεί η υπ. αριθ. 51776/23-12-2013 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ τεύχος Β’, 3275/23-12-2013), με την οποία αποφασίζεται η αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο πολιτικό κόμμα με την επωνυμία «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ».
  • Να καταδικαστεί το αντίδικον στην εν γένει δικαστική μας δαπάνη


ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ


Αντικείμενο της υπό κρίση αιτήσεως είναι η ακύρωση της υπ. αριθ. 51776/23-12-2013 Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, με την οποία αποφασίζεται η αναστολή καταβολής κάθε είδους κρατικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης στο πολιτικό κόμμα «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ». Ως λόγοι ακύρωσης της ως άνω πράξεως προβάλλονται ο φωτογραφικός χαρακτήρας του άρθρου 7Α του Νόμου 3023/2002, η παραβίαση των άρθρων 5 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 29 παρ. 2 του Συντάγματος, η παραβίαση των άρθρων 1 και 3 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η αναστολή της χρηματοδότησης αποτελεί, κατ’ ουσίαν, ποινική κύρωση σε βάρος του κόμματος «ΛΑΪΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ – ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», καθώς και η παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου.

ΠΗΓΗ:  ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ