Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Νίκος Αντωνιάδης: Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο για την κατηγορία της “εγκληματικής οργάνωσης”



Νίκος Αντωνιάδης: Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο για την κατηγορία της “εγκληματικής οργάνωσης”Ο συνήγορος του Αρχηγού της Χρυσής Αυγής, Νίκος Αντωνιάδης, ο οποίος κατέθεσε την αίτηση εξαίρεσης κατά των Κλάπα, Δημητροπούλου και Ντογιάκου έδωσε μια εφ΄ όλης της ύλης συνέντευξη στην εφημερίδα "Άποψη", καταρρίπτοντας το σαθρό κατηγορητήριο και αποκαλύπτοντας την πολιτική και δικαστική σκευωρία κατά της Χρυσής Αυγής.
 
Συνέντευξη στον Νίκο Τσαγκατάκη

Αν κάπου είναι «ατάλαντος» –για όσους τον ξέρουν καλά, εκείνος το θεωρεί προσόν– είναι στις δημόσιες σχέσεις,καθώς αποφεύγει να μιλάει σε κάμερες, πάνελ, παράθυρα και γενικότερα οπουδήποτε αλλού εκτός των ναών της Θέμιδας. Ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες ο κ. Αντωνιάδης ήρθε στο επίκεντρο της δημοσιότητας εξαιτίας των μάλλον άκομψων βολών που εξαπέλυσε εναντίον του ο συνάδελφός του Αλέξης Κούγιας. Για τους λόγους αυτής τη απρόσμενης κόντρας ο Νίκος Αντωνιάδης μίλησε στην «Α», αποκαλύπτοντας παράλληλα τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να υπερασπιστεί τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής Νίκο Μιχαλολιάκο.

 - Για ποιους λόγους εκτιμάτε ότι ο κ. Κούγιας εξαπέλυσε αυτή τη σφοδρή επίθεση εναντίον σας;

«Ο κ. Κούγιας, ενώ είχε επιλέξει να ακολουθήσει διαφορετική υπερασπιστική γραμμή για τον εντολέα του Στάθη Μπούκουρα, ο οποίος διαχώρισε τη θέση του από τους υπόλοιπους κατηγορούμενους βουλευτές, πρώην συναδέλφους του στη Χρυσή Αυγή, στοχοποιώντας αυτούς και επιχειρώντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανακριτριών ώστε να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης, κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής απολογίας του κ. Μπούκουρα ενώπιον των ειδικών ανακριτριών κας Κλάπα και κας Δημητροπούλου και του εισαγγελέα κ. Ντογιάκου, εξήλθε του ανακριτικού γραφείου και καταφέρθηκε με σφοδρότητα εναντίον των δικαστικών λειτουργών, κατηγορώντας τους ως ιεροεξεταστές, απάνθρωπους και εκβιαστές. Γρήγορα, ως φαίνεται, μετάνιωσε για την επίθεση αυτή και επεδίωξε να ξεχαστεί το ζήτημα.

Ο εντολέας μου, όμως, Νίκος Μιχαλολιάκος, μου ζήτησε να καταθέσω αίτηση εξαιρέσεως κατά ανακριτριών και εισαγγελέα με αντικείμενο τις βαρύτατες καταγγελίες του κ. Κούγια, οι οποίες είχαν λάβει ευρύτατη δημοσιότητα, και αφού πρώτα άφησε να παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα, αναμένοντας τη διάψευση των καταγγελιών αυτών από τους δικαστές, την προϊσταμένη τους αρχή ή το υπουργείο Δικαιοσύνης, διάψευση η οποία δεν ήρθε ποτέ, το βάρος, δε, της συγκεκριμένης αιτήσεως ανέλαβε ο ίδιος ο γ.γ. της Χρυσής Αυγής, δεδομένου ότι ο εκβιασμός, που κατά τον κ. Κούγια δέχθηκε ο κ. Μπούκουρας, αφορούσε το σύνολο των βουλευτών της Χρυσής Αυγής.

Η υπενθύμιση των βαρύτατων καταγγελιών και χαρακτηρισμών του κ. Κούγια σε βάρος των δικαστικών λειτουργών προφανώς εξόργισε τον κ. Κούγια με αποτέλεσμα να αντιδράσει, κατά τρόπο ανοίκειο, όμως, και, αδικαιολόγητα, ακραία αντισυναδελφικό, αφού μου επιτέθηκε προσωπικά, επιχειρώντας να με απαξιώσει επαγγελματικά, πράττοντάς το, δε, με ψεύδη, αφού ισχυρίστηκε ότι εγώ, με τις “ίδιες συμπεριφορές” που επέδειξα στη δίκη με κατηγορούμενο τον κ. Ψωμιάδη, δήθεν έβλαψα τον εκεί εντολέα μου, στον οποίο, κατά τον κ. Κούγια, δήθεν επιβλήθηκε το ανώτατο της προβλεπόμενης ποινής. Και ήταν εν γνώσει του ψευδής η αναφορά του αυτή, αφού είναι γνωστό ότι στη δίκη αυτή υπερασπίστηκα τον διευθύνοντα σύμβουλο της ΠΑΕ ΑΕΚ, τον βασικό, δηλαδή κατηγορούμενο, ο οποίος καταδικάστηκε, με ανώτατη προβλεπόμενη ποινή τα 20 έτη κάθειρξη, σε μόλις 5 χρόνια φυλακή και αφέθηκε ελεύθερος. Στην απάντησή μου έγραψα ότι εάν ο κ. Κούγιας θεωρεί ότι τα 5 έτη στα 20 έτη είναι το ανώτατο που μπορούσε να επιβληθεί στον εκεί εντολέα μου, θα πρέπει ανοίξει πάλι τα βιβλία αριθμητικής και να διαβάσει ξανά τον Ποινικό Κώδικα και το περί ποινών κεφάλαιο αυτού.

Με την αντίδρασή του αυτή ο κ. Κούγιας, και με την επίθεση εναντίον μου προσέφερε και πάλι κακές υπηρεσίες στον εντολέα του, αφού, εκτός των άλλων, δεν πήρε τίποτα πίσω από όλα όσα ο κ. Μιχαλολιάκος ανέφερε στην αίτησή του ότι κατήγγειλε ο κ. Κούγιας (οπότε προς τι η αντίδρασή του), με χαρακτήρισε ως “σφαχτό” που επιλέχθηκε για τη συγκεκριμένη ενέργεια, την κατάθεση, δηλαδή της αίτησης εξαιρέσεως, ισχυριζόμενος, δε, χωρίς να του ζητήσει κανείς την άποψή του, ότι η αίτηση αυτή δεν προσφέρει καλές υπηρεσίες στον κ. Μιχαλολιάκο, την ώρα που εγώ το μόνο που έκανα ήταν να καταθέσω τη συγκεκριμένη αίτηση εξαιρέσεως κατά των δικαστών, ενεργώντας ως πληρεξούσιος και κατ’ εντολή του κ. Μιχαλολιάκου, ενώ αυτός κατήγγειλε προσωπικά τους ίδιους δικαστές ως ιεροεξεταστές, απάνθρωπους και εκβιαστές, ώστε αναρωτιέται κανείς ποιός εν τέλει ενήργησε ως “σφαχτό” και ποιός προσέφερε καλύτερες υπηρεσίες στον εντολέα του.

Τέλος, ενώ επιχείρησε να κολακεύσει τον εξαίρετο συνάδελφό του, όπως είπε, Τάκη Μιχαλόλια, αδελφό του εντολέα μου κ. Μιχαλολιάκου, εκφράζοντας μάλιστα την απορία του πώς εγώ ενήργησα ως πληρεξούσιος του κ. Μιχαλολιάκου ενώ εκείνος ήξερε ότι τον εκπροσωπούσε ο αδελφός του, θεωρώντας, προφανώς, κατά ένα μυστήριο λόγο, ότι ο κ. Μιχαλολιάκος έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον κ. Κούγια κάθε φορά που επιλέγει έναν δικηγόρο, στο τέλος της απάντησής του καταρρακώνει τον αδελφό του εξαίρετου συναδέλφου του, αφού τον ξεχωρίζει κατηγορηματικά από τον δικό του, προφανώς αθώο, έναντι του ένοχου κ. Μιχολολιάκου, εντολέα Στάθη Μπούκουρα».

 - Κάποιοι ψιθυρίζουν ότι αναλάβατε την υπεράσπιση του κ. Μιχαλολιάκου γιατί είστε ιδεολογικά προσκείμενος στο κόμμα της Χρυσής Αυγής. Τι απαντάτε;

«Όπως ξεκαθάρισα στην αρχική μου δήλωση προς τους δημοσιογράφους, μετά την κατάθεση της αίτησης εξαίρεσης, προσωπικά δεν ταυτίζομαι με τη Χρυσή Αυγή, δεν είμαι στέλεχός της, δεν είμαι μέλος της ούτε υπήρξα ποτέ ψηφοφόρος της. Και επειδή ξέρω ότι πολλοί θα πούνε ότι πίσω από το παραβάν το τι ψηφοδέλτιο ρίχνει ο καθένας μόνο ο ίδιος το γνωρίζει και ας λέει μετά ό,τι θέλει, η απόδειξη είναι απλή: συνειδητά τα τελευταία δέκα χρόνια δεν ψηφίζω καν, ακριβώς για να μπορώ να λέω και να αποδεικνύω ότι δεν ανήκω πουθενά. Άλλωστε, όσοι με γνωρίζουν ξέρουν ότι με το ίδιο πάθος θα υπερασπιζόμουν από τη θέση αυτή τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ ή τον γ.γ. του Κ.Κ.Ε. εάν είχαν υποστεί τα ίδια.

Αυτό που συμβαίνει έχει προ πολλού ξεφύγει από τη Χρυσή Αυγή και δεν έχει καμία σχέση πλέον με το κόμμα του εντολέα μου Νίκου Μιχαλολιάκου. Με πρόσχημα τη Χρυσή Αυγή και την αντιμετώπιση του ναζισμού και του φασισμού που της αποδίδεται, χτίζονται ήδη τα θεμέλια και δημιουργούνται δεδομένα και προηγούμενα στη Δικαιοσύνη που κατατείνουν στην κατάλυση των βασικότερων συνταγματικών αρχών και την, εν τέλει, κατάρρευση της Δημοκρατίας. Όπως αυτό που συνέβη με τον περιοριστικό όρο που τέθηκε στον βουλευτή Μιχάλη Αρβανίτη, δηλαδή απαγόρευσης να ομιλεί και να συμμετέχει σε εκδηλώσεις του κόμματός του.

Πρέπει ο κόσμος να καταλάβει ότι ο όρος που επιβλήθηκε στον Έλληνα βουλευτή όχι απλά δεν προβλέπεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αλλά παραβιάζει ένα από τα ιερότερα, προστατευόμενα από το Σύνταγμα των Ελλήνων, δικαιώματα του ανθρώπου: την ελευθερία του λόγου, προσβάλλει, δε, και τους Έλληνες πολίτες που ψήφισαν τον κ. Αρβανίτη για να τους εκπροσωπεί και να μιλά αντ’ αυτών. Στην προσωπική δήλωσή μου μετά την κατάθεση της αίτησης εξαιρέσεως, απευθυνόμενος προς τους δημοσιογράφους, επέστησα την προσοχή τους στο ότι με τον επιβληθέντα περιοριστικό όρο στον κ. Αρβανίτη άρχισε κάτι πολύ επικίνδυνο για τη χώρα και τη δημοκρατία της. Και απευθύνθηκα στους δημοσιογράφους, τους εκπροσώπους του τύπου, που έχουν από τη φύση του λειτουργήματός τους ταυτιστεί με το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της διάδοσης των ιδεών: Σε κάποιον δημοσιογράφο αύριο θα του επιβληθεί ο όρος της απαγόρευσης να αρθρογραφεί, σε κάποιον συγγραφέα μεθαύριο θα του επιβληθεί ο όρος της απαγόρευσης να συγγράφει. Η Ιερά Εξέταση, άλλωστε, που κατήγγειλε ο κ. Κούγιας, άρρηκτα συνδέεται με την πυρά των βιβλίων, κατέληξα, δε, με το ότι εάν ζούσε σήμερα ο Βολταίρος είναι βέβαιο ότι μετά τον περιοριστικό όρο που επέβαλαν στον βουλευτή Μιχάλη Αρβανίτη ανακρίτριες και εισαγγελέας, θα ζητούσε ο ίδιος την εξαίρεσή τους, υπενθυμίζοντάς τους την διαχρονική ρήση του διαφωνώ με αυτό που λες αλλά θα υπερασπίζομαι μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες.

Τον κ. Μιχαλολιάκο, λοιπόν, επέλεξα να τον εκπροσωπήσω, γιατί έχω πειστεί ότι επουδενί στοιχεοθετείται στην υπόθεση αυτή η κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης. Έχω πειστεί ότι το «πόρισμα Βουρλιώτη», το οποίο οδήγησε στην άσκηση της ποινικής δίωξης, συντάχθηκε πρόχειρα, μέσα σε μία νύχτα, και στην πραγματικότητα έπρεπε να ονομάζεται «πόρισμα Ψαρρά», αφού φωτοτυπίες της ένορκης κατάθεσης του εν λόγω δημοσιογράφου καταλαμβάνουν το μέγιστο μέρος του πορίσματος του κ. Βουρλιώτη, ο οποίος αβίαστα υιοθέτησε την κατάθεση του κ. Ψαρρά και τον ισχυρισμό του ότι πραγματικό καταστατικό της Χρυσής Αυγής είναι αυτό που προσκόμισε ο κ. Ψαρράς και όχι αυτό που μέχρι και στις τελευταίες εκλογές δέχθηκε ως μόνο επίσημο και νόμιμο ο Άρειος Πάγος.

Πρόκειται για ένα καταστατικό το οποίο ουδείς στη Χρυσή Αυγή αποδέχεται πλην του δημοσιογράφου κ. Ψαρρά, ο οποίος κατέθεσε ότι προσκομίζει αντίγραφο του πρωτοτύπου, το οποίο πρωτότυπο έχει στην κατοχή του. Οπότε τίθεται το ερώτημα, πού το βρήκε, γιατί δεν κατέθεσε το πρωτότυπο εάν το έχει, και εφόσον το έχει και υπάρχει μονογραφή σε αυτό γιατί δεν έχει διαταχθεί γραφολογική εξέταση για να διαπιστωθεί ποιός από τους κατηγορούμενους είναι ο συντάκτης και υπογράψας αυτό; Έχω πειστεί για την προχειρότητα του πορίσματος και την αβίαστη υιοθέτηση του συνόλου των ισχυρισμών του κ. Ψαρρά από τον κ. Βουρλιώτη, αφού ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου αναφέρει στο πόρισμά του ότι, βάση του καταστατικού που του προσκόμισε ο κ. Ψαρράς, υπήρχε θέση υπαρχηγού στη Χρυσή Αυγή, θέση όμως που πουθενά στο ψευδεπίγραφο αυτό καταστατικό υπάρχει, το έχει αναφέρει όμως στην κατάθεσή του ο κ. Ψαρράς.

Με δύο λόγια, ο κ. Βουρλιώτης δεν διάβασε καν το καταστατικό, ως έδει. Ανέλαβα την υπεράσπιση του κ. Μιχαλολιάκου, διότι το βασικό στοιχείο που τον συνδέει με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και αποτελεί τον πυρήνα τής σε βάρος του κατηγορίας και τη βασική αιτία προφυλάκισής του, είναι ένα τηλεφώνημα που έγινε από τον Πατέλη στον κ. Μιχαλολιάκο. Πλην όμως το τηλέφωνο στο οποίο υποτίθεται κάλεσε ο Πατέλης τον κ. Μιχαλολιάκο μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα είναι το σταθερό τηλέφωνο της Χρυσής Αυγής στη Λεωφόρο Μεσογείων. Είναι σαν να καλεί κάποιος στη Συγγρού, στο κόμμα της Ν.Δ., και αυτό να συνιστά απόδειξη ότι το σήκωσε ο κ. Σαμαράς. Εγώ να δεχθώ όμως ότι έλειπαν εκείνη την ώρα όλοι, ήταν για κάποιο παράξενο λόγο μόνος του στα γραφεία της Χρυσής Αυγής ο γενικός γραμματέας της και το σήκωσε αυτός.

Όταν όμως γνωρίζω ότι σε γνώση της ανακριτικής αρχής είναι ότι την ώρα του τηλεφωνήματος στα γραφεία της Χρυσής Αυγής ήταν σε εξέλιξη έρευνα της Αντιτρομοκρατικής, παρουσία του εισαγγελέα κ. Νομικού, απόντος του κ. Μιχαλολιάκου, δεν είναι δυνατόν να αρνηθώ να τον υπερασπιστώ. Ανέλαβα την υπεράσπιση του κ. Μιχαλολιάκου διότι διαπιστώνω ότι στο έγγραφο της κας Κλάπα προς τη Βουλή βεβαιώνεται ψευδώς ότι ουδεμία ιδρυτική πράξη ης Χρυσής Αυγής έλαβε χώρα τη δεκαετία του ’80, ενώ σε γνώση της είναι ότι το κόμμα ιδρύθηκε το 1983 και στη δικογραφία υπήρχε η ιδρυτική πράξη, ενώ στο ίδιο έγγραφο, μεταξύ άλλων, παρατίθεται η κατάθεση του δημάρχου Νικαίας και έχει αφαιρεθεί η αναφορά του στην ανυπαρξία οιουδήποτε επεισοδίου στη Νίκαια από μέλη της Χρυσής Αυγής.

Ανέλαβα την υπεράσπιση του κ. Μιχαλολιάκου, διότι έχω πειστεί ότι επιστρατεύτηκε η Δικαιοσύνη, ως μη έδει, για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής με απαράδεκτους ποινικούς όρους αντί με πολιτικούς όρους, με τον κ. Δένδια, να δηλώνει, περίπου απολογούμενος σε εκείνους που διατυπώνουν σοβαρές επιφυλάξεις για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης και την απόδοση στο γεγονός αυτό της ανόδου της στο εκλογικό σώμα, ότι πριν τη δολοφονία Φύσσα μυστικές δημοσκοπήσεις έδιναν ποσοστά 20% στη Χρυσή Αυγή και ότι “καταφέραμε να τους πάμε στο 10%”, ομολογώντας τη σύμπραξη εκτελεστικής εξουσίας και Δικαιοσύνης στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής. Ανέλαβα τον κ. Μιχαλολιάκο, διότι παραβιάζονται στοιχειώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων, γεγονός που δεν μπορώ να ανεχθώ ως νομικός: Δεν επιτρέπεται σε Έλληνες εκλεγμένους βουλευτές να ασκούν τα καθήκοντά τους στη Βουλή, με αποτέλεσμα αυτή να λειτουργεί παράνομα, με 294 (μετά την προσωρινή κράτηση του κ. Κούζηλου, με 293) βουλευτές αντί των 300, ανακριτικό υλικό διαρρέει προς τον Τύπο, πριν καν λάβουν αντίγραφο αυτού οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι, παράνομο ανακριτικό υλικό με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα κατηγορούμενου βουλευτή, άσχετα με την υπό διερεύνηση κατηγορία, παραμένει στη δικογραφία, στην οποία πρόσβαση έχουν δεκάδες διάδικοι και δικηγόροι (και όπως αποδεικνύεται, και ο Τύπος), με αποτέλεσμα το διασυρμό του βουλευτή αλλά και τρίτων προσώπων που δεν εμπλέκονται καν στην υπόθεση (έχει ασκηθεί αγωγή στις ανακρίτριες γι’ αυτό και γίνεται έρευνα από τον Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Επιθεωρητή κ. Ξένο), και άλλα πολλά που θα χρειαζόταν ολόκληρη η έκδοση της εφημερίδας σας για να αναφερθούν».

- Δεν είναι αδίκημα η προπαγάνδιση ρατσιστικών ιδεών που εν πολλοίς σπρώχνουν σε εγκληματικές συμπεριφορές;

«Είναι αυτό που σας είπα προηγουμένως: Εάν η Πολιτεία θεωρούσε ότι διατυπώνεται ρατσιστικός λόγος από βουλευτές, στελέχη ή μέλη της Χρυσής Αυγής, η ίδια, τα κόμματα, οι πολιτικοί αντίπαλοι, δηλαδή, της Χρυσής Αυγής, όφειλαν και οφείλουν να το αναδείξουν, να το καταγγείλουν και να το αντιμετωπίσουν πολιτικά. Επειδή το Κράτος είναι απόν όλα αυτά τα χρόνια σε μείζονα προβλήματα του Έλληνα πολίτη, η Χρυσή Αυγή φούντωσε εκλογικά. Αντί η Πολιτεία και τα κόμματα να φροντίσουν να καλύψουν θεσμικά το κενό αυτό, επέλεξαν να αντιμετωπίσουν αντιθεσμικά τη Χρυσή Αυγή που το ανέδειξε, κατασκευάζοντας ανυπόστατες ποινικές κατηγορίες, καταλύοντας τη διάκριση των εξουσιών και παραβιάζοντας ωμά το Σύνταγμα».

- Με τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας να πληθαίνουν, υπάρχουν υποθέσεις που δεν θα αναλαμβάνατε;

«Σέβομαι το δικαίωμα του κάθε κατηγορούμενου, όποια πράξη και εάν κατηγορείται ότι έχει διαπράξει, να έχει νομική υπεράσπιση, πολλώ, δε, μάλλον, σέβομαι και το δικαίωμα των συναδέλφων μου δικηγόρων να υπερασπίζονται τους κατηγορούμενους που τους αναθέτουν τις υποθέσεις τους. Πρέπει, όμως, να γίνει σεβαστό και το δικό μου δικαίωμα, πράγματι να επιλέγω συνειδητά, σε όλα τα χρόνια της δικηγορίας μου, να μην υπερασπίζομαι κατηγορούμενους σε υποθέσεις παιδεραστίας, βιασμού (και εν γένει σεξουαλικών εγκλημάτων), εμπορίας ναρκωτικών, τρομοκρατίας ή ψυχρής δολοφονίας. Και αυτό είναι κάτι που, εξίσου εύκολα με τη μη ταύτισή μου με πολιτικά κόμματα, μπορεί να αποδειχθεί από τα αρχεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, στον οποίο έχω την τιμή να ανήκω. Και για να γίνουν απολύτως κατανοητά αυτά που σας ανέφερα στην ερώτησή σας για την υπεράσπιση του κ. Μιχαλολιάκου σχετικά με τους λόγους που την ανέλαβα και την εν γένει δικηγορική πορεία μου, θα σας αναφέρω ονομαστικά μία περίπτωση που δεν θα αναλάμβανα: τον δολοφόνο του Παύλου Φύσσα».

Διαβάστε περισσότερα: