Γεννήθηκα τον Δεκέμβριο του 1957 όχι σε κάποιο χωριό, αλλά σε μία κεντρική συνοικία των Αθηνών και παρόλο αυτό είχα την τύχη και την ευλογία να ζήσω το πνεύμα των Χριστουγέννων μιας παλαιάς Ελλάδος, η οποία σήμερα φαντάζει μία μακρινή νοσταλγική ανάμνηση.
Τόσο αυτή τη χρονιά όσο και τα περασμένα χρόνια οι νεοέλληνες ζουν τις ημέρες των εορτών με ένα πνεύμα (καταχρηστική η χρησιμοποίηση της λέξεως πνεύμα…) το οποίο ασφαλώς δεν έχει την οποιαδήποτε σχέση με το πνεύμα των Χριστουγέννων, των Ελληνικών Χριστουγέννων σύμφωνα με την παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας.
Φαίνεται πως η δική μου γενιά ήταν η τελευταία η οποία έζησε με ένα ύστατο άρωμα, με μία γεύση εάν θέλετε των Ελληνικών Χριστουγέννων. Δεν αναφέρομαι σε αυτό το βαθύ και μοναδικό το οποίο ενυπάρχει στα σχετικά διηγήματα του κοσμοκαλόγερου της Ελληνικής Λογοτεχνίας, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ένα βαθύ πνεύμα ευλαβείας, βυθισμένο μέσα στο χρόνο το οποίο εξέφραζε αρμονικά συνταιριασμένες την ελληνική ψυχή και την ευλάβεια. Το ξαναγέννημα ενός ολόκληρου κόσμου μέσα από το βαθύ σκοτάδι της νύχτας της αμαρτίας με την έλευση του φωτοδότη λυτρωτή Θεανθρώπου.
Όχι, ασφαλώς όχι. Τα Χριστούγεννα της δεκαετίας του ’60 και εάν θέλετε των αρχών της δεκαετίας του ’70 δεν είχαν σχέση με την αγνότητα την αμόλυντη της ελληνικής ψυχής, αλλά σίγουρα κρατούσαν στοιχεία από αυτήν μέσα από το πέρασμα του χρόνου.
Τότε λοιπόν, για όσους δεν το ξέρουν γιατί ποτέ δεν το έζησαν, οι οικογένειες με την ευρύτερη έννοια μαζευόντουσαν στην κατοικία του πλέον ηλικιωμένου και σεβάσμιου κι όλοι μαζί εόρταζαν τα Χριστούγεννα και την έλευση του Νέου Έτους. Όλοι οι συγγενείς δηλαδή συγκεντρωνόντουσαν για να εορτάσουν και υπήρχε ένα πνεύμα αγάπης, ομόνοιας, αισιοδοξίας παρ’ όλα τα σοβαρά προβλήματα κοινωνικά και οικονομικά τα οποία αναμφισβήτητα υπήρχαν εκείνη την εποχή. Όσο για εμάς τα παιδιά ζούσαμε πραγματικά σε έναν θαυμαστό μαγικό κόσμο γεμάτο μυστήρια, μύθους και παραδόσεις. Ήταν οι καλικάτζαροι που πολέμαγαν να πριονίσουν το δέντρο της ζωής που κρατούσε ολόκληρο τον κόσμο και οι οποίοι σκορπίζανε με την έλευση του Θεανθρώπου και τα Φώτα. Ήταν το πνεύμα του Κακού, το οποίο η μεγάλη ημέρα έδιωχνε μακριά από τους ανθρώπους. Και ήταν η εξαγνιστική πυρρά, το κούτσουρο που έκαιγε ολόκληρο το δωδεκαήμερο, το οποίο προστάτευε τους πιστούς από την έλευση της διαβολής και της κακίας.
Πέρα όμως από την οικογένεια υπήρχε και μία μεγαλύτερη οικογένεια. Ήταν η γειτονιά και από γειτονιά σε γειτονιά ολόκληρη η Ελλάδα. Τα κάλαντα τα έλεγαν τα γειτονόπουλα της διπλανής πόρτας τα οποία τα γνώριζες και όχι συμμορίες κακοποιών που κτυπούν με θράσος τις πόρτες ακόμη και το μεσημέρι προκειμένου να εκβιάσουν τον χρηματικό οβολό.
Αυτήν την Ελλάδα κάποτε την έζησα και θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν αγαπημένο μου εξάδελφο με τον οποίον βρισκόμουν μαζί στον προθάλαμο ενός νοσοκομείου περιμένοντας νέα για έναν ασθενή συγγενή μας. Εκεί ανάμεσα στο πλήθος ήταν κι ένας ηλικιωμένος επαρχιώτης, ο οποίος φορούσε τσαρούχια. Βλέποντάς τον με τα τσαρούχια μου είχε πει την φράση “αυτή είναι η Ελλάδα που πεθαίνει”! Δεν έδωσα τότε μεγάλη σημασία, αλλά σήμερα αλίμονο γνωρίζω ότι τα λόγια του ήταν πραγματικά προφητικά.
Απέναντι σε αυτά λοιπόν τα οποία επιγραμματικά ανέφερα και τα οποία επαναλαμβάνω δεν μπορούν να τα νοιώσουν παρά μόνον όσοι τα έχουν ζήσει και μόνον όσοι αισθάνονται αηδία από την σημερινή κατάσταση, απέναντι σε αυτές τις εικόνες μιας κοινωνίας, που είχε λιγότερα υλικά αγαθά, αλλά περίσσευμα ψυχής, υπάρχει ο ζόφος της σημερινής εποχής. Όχι, δεν αναφέρομαι αποκλειστικά και μόνο στην πράγματι σοβαρή οικονομική κρίση, την φτώχεια που απλώνεται παντού, γιατί φτώχεια υπήρχε και τότε, αναφέρομαι στο καταναλωτικό όργιο, στην αποξένωση, στην έλλειψη Ιδανικών, σε ένα λαό που έχει καταντήσει αγέλη χωρίς ταυτότητα.
Το ξεχωριστό φως που καίει και λάμπει πάνω από την θάλασσα, το οποίο περιγράφει σε ένα διήγημά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, δεν φέγγει σήμερα για κανέναν παρά μόνον για όσους έχουν παραμείνει “αλαφροΐσκιωτοι”, πιστοί στο πνεύμα της παλαιάς Ελλάδας το οποίο ήταν ένα πνεύμα αληθινό που δεν αγοραζόταν ούτε πουλιόταν. Στο σημείο αυτό θέλω να κάνω αναφορά σε κάποια ξεχωριστά Χριστούγεννα που μου έτυχαν στο διάβα της ζωής μου. Όπως τα Χριστούγεννα του 1976 τα οποία πέρασα κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού στην Α’ πτέρυγα κατηγορούμενος και πάλι για πολιτικούς λόγους. Τα Χριστούγεννα του 1979 πάλι κρατούμενος στις φυλακές της Αίγινας. Εκεί όπου η μητριά που λέγεται ελληνικό κράτος είχε φυλακίσει κάποτε σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι την πλέον αγνή μορφή της Επαναστάσεως του 1821, τον Νικηταρά! Να θυμηθώ τα Χριστούγεννα και το Νέο Έτος στα ορεινά φυλάκια του 567 Τάγματος Πεζικού, στο Ιστί Μπέη, στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά, όταν τον ερχομό του Νέου Έτους χαιρετούσαν από φυλάκιο σε φυλάκιο με βολές από τα οπλοπολυβόλα οι υπερήφανοι στρατιώτες που φυλούσαν τα σύνορα της Πατρίδας! Αλήθεια τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τους φυγόστρατους που εξουσιάζουν την Πατρίδα, ερχόμενοι κατ’ ευθείαν από τους προθαλάμους των ξένων πρεσβειών; Τέλος τα περσινά Χριστούγεννα και πάλι στις φυλακές Κορυδαλλού και τα φετινά, τα οποία και πάλι θα περάσω κρατούμενος ενός καθεστώτος ανάξιου αυτού του Μεγάλου Έθνους.
Όμως, εγώ θα επιστρέψω και πάλι στις δεκαετίες εκείνες τις παλιές όταν το κέντρο των Αθηνών ήταν γεμάτο φώτα, με τους ανθρώπους χαρούμενους, χωρίς πολλά λεφτά, αλλά με μεγάλη καρδιά και αμόλυντη ελληνική ψυχή! Μας λένε πως ό,τι ζούμε σήμερα είναι “ανάπτυξη”, ότι ο κόσμος προχωράει μπροστά… Εγώ θα πω πως αυτό δεν είναι ανάπτυξη, είναι παρακμή και με τα λόγια αυτά θα ευχηθώ από τις φυλακές Κορυδαλλού Καλά Χριστούγεννα, σε όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες.
Ν.Γ. ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ
ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ