''Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει
να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να
σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του
φιλιούνται.
Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και
χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα
κορμιά.
Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο.
Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να
φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία,
ανήσυχη.
Πως μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές
τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πως μπορείς να
σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερο σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί,
σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου
σαπίζει.
Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη.
Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄
ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄ απλοκαμιέται στα κλαριά και
στα φύλλα."
Νίκος Καζαντζάκης - "Ασκητική"