69
χρόνια από την έναρξη της κομμουνιστικής ανταρσίας, του περίφημου
τρίτου γύρου, που στοίχισε στην Ελλάδα ποταμούς αίματος και πολλαπλάσιες
καταστροφές σε υποδομές από ότι ολόκληρη η περίοδος του πολέμου και της
κατοχής. Οι υπεύθυνοι του αιματοκυλίσματος, χωρίς ίχνος
μεταμέλειας, χωρίς να έχουν αλλάξει σε τίποτα τις προδοτικές και
ανθελληνικές ιδέες τους εξακολουθούν να παριστάνουν τους ταγούς της
δημοκρατίας. Το κόμμα που αποτέλεσε τον ορισμό της εγκληματικής
οργάνωσης και επιχείρησε πολλάκις την κατάλυση του πολιτεύματος, τολμά
σήμερα να υβρίζει τους Εθνικιστές.
Αξίζει λοιπόν μια αναφορά στη μέρα που ξεκίνησε ο συμμοριτοπόλεμος, γιατί δυστυχώς πολλές
γενιές Ελλήνων μεγάλωσαν χωρίς να τα διδαχθούν πουθενά, θύματα της
δολοφονίας της Μνήμης, που οργάνωσαν από κοινού μαρξιστές και
νεοφιλελεύθεροι.
Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής ολοκλήρωσαν την αποχώρησή τους τον
Οκτώβριο του 1944, αλλά οι πρώτες εκλογές για την ανάδειξη νέας
κυβέρνησης, προκηρύχθηκαν για τις 31 Μαρτίου 1946. Ο λόγος ήταν κυρίως η
ανώμαλη κατάσταση που δημιουργήθηκε στη χώρα, εξαιτίας της
κομμουνιστικής ανταρσίας των Δεκεμβριανών - ο λεγόμενος β γύρος - και
της προσπάθειάς τους να καταλάβουν την εξουσία με τη δύναμη των όπλων.
Το διάστημα που μεσολάβησε από τη συμφωνία της Βάρκιζας,
στις 12 Φεβρουαρίου 1945, μέχρι τις εκλογές του Μαρτίου 1946, ήταν
ιδιαίτερα ταραγμένο και σημειώθηκαν πολλές ένοπλες, συγκρούσεις κυρίως
μεταξύ χωροφυλάκων και καταδιωκόμενων ποινικών, που προσπαθούσαν να
αποφύγουν τις συνέπειες των πράξεων τους στην περίοδο της κατοχής,
ισχυριζόμενοι ότι αυτές έγιναν στα πλαίσια «του λαϊκού αγώνα».
Αδυνατούσαν φυσικά να εξηγήσουν γιατί, ένας ένοπλος αγώνας υποτίθεται
κατά του ξένου κατακτητή, είχε θύματα κατά κύριο λόγο Έλληνες. Σε πολλές
περιπτώσεις μάλιστα, οι διωκτικές αρχές στην προσπάθεια τους να
συλλάβουν τους φυγόδικους, ανακάλυπταν κρυμμένο οπλισμό, κατά παράβαση
των συμφωνιών, γεγονός που ενέτεινε την ανησυχία των αρχών για τον
προετοιμαζόμενο τρίτο γύρο.
Η προσπάθεια των κυβερνήσεων της περιόδου να επιβάλλουν την τάξη και
να αποκαταστήσουν τις νόμιμες αρχές σε ολόκληρη τη χώρα δεν επέτρεπαν τη
διενέργεια εκλογών, αλλά η κατάσταση της ακυβερνησίας δεν μπορούσε να
παραταθεί επ’ αόριστον. Δεδομένη ήταν και η εκκρεμότητα, που αφορούσε το
πολιτειακό και έπρεπε, όπως είχε συμφωνηθεί, να κριθεί με δημοψήφισμα.
Όταν τελικά η κυβέρνηση Σοφούλη αποφάσισε τη διενέργεια εκλογών για τις
31 Μαρτίου 1946, το ΚΚΕ αντέδρασε, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι, στην
συγκεκριμένη κυβέρνηση δεν συμμετείχε κανένα μέλος του ΕΑΜ. Στην
πραγματικότητα το ΚΚΕ θεωρούσε την κατάληψη της εξουσίας με εκλογές
ανέφικτη και ιδεολογικά ανεπιθύμητη, όπως εξακολουθεί μέχρι και σήμερα,
και επιθυμούσε να εξωθήσει την κατάσταση στα άκρα. Είχε ήδη
λάβει διαβεβαιώσεις για βοήθεια από τα ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας,
που ευελπιστούσαν ότι θα έχουν εδαφικά οφέλη, σε περίπτωση επικράτησης
του ΚΚΕ. Η αρχή έγινε με απόφαση της 2ης ολομέλειας της κεντρικής
επιτροπής του ΚΚΕ, για αποχή από τις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946.
Το σχέδιο για την έναρξη της ανταρσίας ήταν καλά προετοιμασμένο και
αποσκοπούσε αφενός μεν στην πρόκληση δυναμικής αντίδρασης από μέρους των
κυβερνητικών δυνάμεων, αφετέρου δε στην δημιουργία στρατηγικού χώρου,
αναγκαίου για την ανάπτυξη των κομμουνιστικών δυνάμεων. Πρώτος στόχος
αποτελούσε ο Σταθμός Χωροφυλακής Λιτοχώρου και στη συνέχεια όλοι οι απομονωμένοι Σταθμοί.
Τη νύχτα πριν τις εκλογές, εκδηλώθηκε η πρώτη επίθεση στο Λιτόχωρο
από δύναμη περίπου 80 ενόπλων συμμοριτών, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και
γνωστά και δοκιμασμένα στελέχη του ΚΚΕ. Στην επίθεση χρησιμοποιήθηκαν
αυτόματα όπλα, χειροβομβίδες και όλμοι, αλλά παρά τον αιφνιδιασμό τους,
οι χωροφύλακες αντέταξαν ισχυρή άμυνα, καταφέρνοντας τελικά να απωθήσουν
τους επιτιθέμενους. Μετά από δίωρη μάχη οι συμμορίτες αποχώρησαν, αφού
κατάφεραν να πυρπολήσουν ένα κτήριο και να σκοτώσουν 11 χωροφύλακες. Την
επίθεση στο Λιτόχωρο ακολούθησε ένα μπαράζ επιθέσεων κυρίως σε ορεινές
περιοχές, που εξανάγκασε τους απομονωμένους χωροφύλακες να συμπτυχθούν
στα αστικά κέντρα, αφήνοντας στο έλεος των συμμοριτών το μεγαλύτερο
μέρος της υπαίθρου.
Σήμερα 69 χρόνια μετά, στο όνομα μιας κίβδηλης «εθνικής συμφιλίωσης»
και με την υστερόβουλη υποστήριξη της ψοφοδεξιάς, η ιστορία για
κάποιους ξεθώριασε. Οι σφαγείς του Ελληνισμού αποκαθάρθηκαν,
νομιμοποιήθηκαν και ενίοτε τιμούνται. Το κόμμα της προδοσίας
νομιμοποιήθηκε και αποθρασύνθηκε, τολμώντας να παρουσιάζεται και ως
τιμητής της δημοκρατίας και μάλιστα χωρίς ποτέ να έχει απολογηθεί για τα
εγκλήματα του. Οι κομμουνιστές δεν έχουν ορκιστεί πίστη στο πολίτευμα
και πάντα ελπίζουν στην ένοπλη ανατροπή. Αυτοί, σε αγαστή συνεργασία με
τους κάθε είδους χαζοχαρούμενους σαμαροπατριώτες, είναι οι διώκτες των
Ελλήνων Εθνικιστών. Αυτοί είναι που χωρίς δίκη αποφάσισαν, αυτοί είναι
που δεν αναγνωρίζουν καν το τεκμήριο αθωότητας, αυτοί είναι που
αποκαλούν την τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας «εγκληματική οργάνωση».
Απέναντί τους θα στέκονται πάντοτε οι Έλληνες Εθνικιστές, φρουροί
ακοίμητοι του Ελληνισμού, ενάντια σε κάθε ανθέλληνα και προδότη,
υπερασπιστές της Εθνικής Μνήμης.
Δάσκαλος, μέλος Εθνικιστικού Μετώπου Εκπαιδευτικών
Τ.Ο. Θεσσαλονίκης