Στις αρχές του 4ου αιώνα παρατηρούμε ανάπτυξη, της
εμπειρικής-τεχνικής γνώσης, από την αρχιτεκτονική μέχρι την ιατρική, ενώ
η σοφιστική ανάλυση της γλώσσας είχε αποκαλύψει την αδυναμία μιας
άμεσης σχέσης μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας.
Όλα αυτά
οδήγησαν τον Πλάτωνα σε μια κριτική έρευνα, με σκοπό τη συγκρότηση μιας
αυστηρής ιεραρχίας μεταξύ των διάφορων μορφών γνώσης, την απόλυτη
κατοχύρωση της σταθερότητας και της αλήθειας της ανώτερης γνώσης και την
αποκατάσταση της δυνατότητας συγκρότησης μιας ακριβούς επιστήμης της
σφαίρας της ηθικής και της πολιτικής πάνω στην οποία θα θεμελιωνόταν ένα
σχέδιο κοινωνικής μεταρρύθμισης που δε θα στηριζόταν σε «δόξες».
Το μέσο για την ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος ήταν η θεωρία των «Ιδεών». Οι Ιδέες, ήταν για τον Πλάτωνα ότι ήταν για τον Παρμενίδη το επίπεδο του «Είναι» με μια θεμελιώδη διαφορά.
Το «είναι» του Παρμενίδη, είναι ενιαίο και αδιαφοροποίητο, ενώ οι Ιδέες
του Πλάτωνα ήταν πολλαπλές και εύτακτα διαρθρωμένες, όπως ήταν οι
επιστήμες που συνέθεταν τον χώρο της καθαρής θεωρίας, δηλαδή τα
μαθηματικά.
Για να καταλάβουμε σε πρώτη φάση τι είναι η θεωρία των Ιδεών, πρέπει
να εξετάσουμε τη σχέση τους με τα κατηγορήματα. Η ραγδαία ανάπτυξη της
σοφιστικής και της ρητορικής χρήσης της γλώσσας οδήγησε σε αστάθεια και
σχετικότητα κάθε σημασίας, ειδικά στη σφαίρα των ηθικών και πολιτικών
αξιών. Λέξεις όπως «δίκαιος» ή «αγαθό» έμοιαζαν να αλλάζουν σημασία
ανάλογα με το συμφέρον εκείνου που τις πρόφερε. Συνεπώς
καταλαβαίνουμε ότι δεν υπήρχε κάποιο κριτήριο να εγγυάτο την αλήθεια,
αλλά ρόλο έπαιζε κάθε φορά η ρητορική πειθώ για να πειστεί κάποιος αν
αυτά που έχουν λεχθεί είναι αληθή ή ψευδή. Ο Πλάτωνας κινήθηκε προς αυτή
τη κατεύθυνση, της αναζήτησης ενός επιστημονικού κριτηρίου που θα
εγγυάται τη συγκρότηση ενός σταθερού συστήματος εννοιών.
Μια
κριτική ανάλυση της γλώσσας δείχνει με ποιον τρόπο πίσω από την
μεταβλητότητα, πολλαπλότητα και αντιφατικότητα των υποκειμένων υπάρχει
μια σταθερότητα και μονοσημία των κατηγορουμένων. Για παράδειγμα το να
πεις ότι ο «Χ είναι δίκαιος» , σημαίνει , εάν η κρίση είναι αληθής, ότι ο
Χ εμπίπτει στη σφαίρα των κυριολεκτικών σημασιών της δικαιοσύνης δηλαδή
στη σφαίρα της «ιδέας» του δίκαιου. Αυτό που συμπεραίνουμε από τη
κριτική ανάλυση της γλώσσας είναι ότι για να υφίσταται αληθής μια
πρόταση, πρέπει το κατηγορούμενο να διατηρεί αναλλοίωτη τη σημασία του
σε πολύ διαφορετικά υποκείμενα. Με άλλα λόγια το κατηγορούμενο πρέπει να
αναφέρεται σε ένα μη γλωσσικό αντικείμενο, το οποίο θα διαθέτει
αυτόνομη ύπαρξη και του οποίου θα εκφράζει την σταθερή και αμετάβλητη
σημασία. Αυτό το αντικείμενο, σε μια πρώτη προσέγγιση είναι αυτό που
ονομάζει ο Πλάτωνας «Ιδέα». Μέχρι εδώ καταφέραμε να αποδείξουμε ότι
υπάρχει ένα κριτήριο αλήθειας και ψεύδους ανάμεσα στις κρίσεις μας.
Ενάντια στη σοφιστική αποσύνδεση της γλώσσας, επιβεβαιώθηκε ότι η
γλώσσα εκφράζει, εάν οι κρίσεις της είναι αληθινές, πραγματικές σχέσεις,
όπως εκφράζει, αντιθέτως, μη πραγματικές, εάν οι κρίσεις είναι
εσφαλμένες. Για να γλυτώσει, το κριτήριο της αλήθειας, από το σοφιστικό
σκεπτικισμό και τις ρητορικές καταχρήσεις χρειάζεται μετατόπιση της
έρευνας από τις γλωσσικές μορφές στις πραγματικές σχέσεις μεταξύ
πραγμάτων και ιδεών. Σε αυτό το σημείο λοιπόν, μπορούμε να διακρίνουμε
τον ελιτισμό του Πλάτωνα : Το ερώτημα «τι είναι δίκαιο και
αγαθό για τον άνθρωπο και τη κοινωνία;» αποσυνδέεται τόσο από την
υποκειμενική γνώμη του μεμονωμένου ατόμου όσο και από την επιβολή του
ισχυρότερου και την «δόξα»(γνώμη) της πλειοψηφίας. Εφόσον το δίκαιο και
το αγαθό είναι Ιδέες, δικαίωμα να εκφέρει κανείς κρίσεις για αυτά και
για τη σχέση τους με τη ζωή της πόλης έχει μόνο αυτός που κατέχει τη
γνώση, δηλαδή ο φιλόσοφος.
Κατά τον Πλάτωνα λοιπόν μόνο ο φιλόσοφος έχει
δικαίωμα να υπαγορεύει τα σχέδια για την ηθικό-πολιτική μεταρρύθμιση
της κοινωνίας. Το δικαίωμα αυτό το θεμελιώνει η ίδια η φιλοσοφική
γνώση, η οποία δεν έχει καμία ανάγκη τη δημοκρατική συναίνεση της
πλειοψηφίας, η οποία προσιδιάζει στον εφήμερο και ασύστατο κόσμο των
γνωμών, των συμφερόντων της στιγμής και της ρητορικής κατάχρησης της
γλώσσας. Έτσι η πολιτική δράση των φιλοσόφων και των οπαδών τους,
αποσκοπεί στην πραγμάτωση της καθαρής δικαιοσύνης, της ιδέας του
δικαίου, μέσα στη πόλη, ιδέας που υπάρχει αντικειμενικά, δηλαδή
ανεξάρτητα και πέρα από τη θέληση και το συμφέρον των ατόμων και των
κοινωνικών ομάδων.
Εξίσου σφοδρή είναι η επίθεση του Πλάτωνα κατά της εμπειρικής γνώσης
και των τεχνών που απορρέουν από αυτήν. Τα ερωτήματα που θέτει ο
Πλάτωνας κατά της εμπειρικής γνώσης είναι τα εξής: Πώς μπορεί η αισθητηριακή εμπειρία να οδηγήσει σε βέβαιες και σταθερές αλήθειες;
Τα δεδομένα είναι πάντα παροδικά και υποκειμενικά, ισχύουν όσο διαρκεί η
σχέση μεταξύ αισθητηριακού οργάνου και αντιληπτού αντικειμένου και μόνο
για το άτομο που υφίσταται την αίσθηση. Τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς
στο ίδιο άτομο και από άτομο σε άτομο. ( ότι μου φαίνεται εμένα γλυκό,
σε κάποιον άλλον μπορεί να φαίνεται αλμυρό ) Πως λοιπόν μπορεί να
βασιστεί κανείς στην αισθητηριακή εμπειρία, για να εκφράσει κρίσεις που
διεκδικούν αιώνια και αντικειμενική εγκυρότητα;
Όπως προανέφερα, αποφασιστική σημασία κατά των Πλάτωνα, έχει η γνώση
των μαθηματικών. Θα αναλυθεί εν συνεχεία η σχέση Μαθηματικών και Ιδεών.