Το Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών απήγγειλε, χθες, την ετυμηγορία του στη γνωστή ως υπόθεση της Χρυσής Αυγής. Η πολυπρόσωπη και πολύχρονη αυτή δίκη συγκέντρωσε, ευλόγως, το δημόσιο ενδιαφέρον λόγω της φύσεως των κατηγοριών αλλά και των κατηγορουμένων, ιδίως εκείνων που είχε τιμήσει με την ψήφο του το εκλογικό σώμα.
Οταν η απόφαση καθαρογραφεί, όλοι οι ενδιαφερόμενοι θα έχουν τη δυνατότητα να μελετήσουν, με προσοχή και νηφαλιότητα, το σκεπτικό του δικαστηρίου και να αξιολογήσουν τη νομική ορθότητα, τη λογική συνοχή και την πειστικότητα της κρίσης του. Στη δικαστική απόφαση οφείλεται ασφαλώς σεβασμός. Εξίσου αναγκαίος είναι, όμως, και ο σεβασμός προς το δικαίωμα των κατηγορουμένων να τεκμαίρονται αθώοι μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσής τους.
Από τη σκοπιά αυτή ορισμένα φαινόμενα πριν και κατά τη διάρκεια της δίκης πρέπει να προβληματίσουν. Αναφέρομαι σε αθρόες δηλώσεις πολιτικών και άλλων παραγόντων του δημόσιου βίου για το περιεχόμενο που «πρέπει» να έχει η απόφαση και για την ανάγκη «να μπουν στη φυλακή» οι κατηγορούμενοι, ή, στην απαίτηση να «καταδικάσει» το δικαστήριο τον φασισμό και τον ναζισμό.
Το Σύνταγμα ορίζει (άρθ. 96) ότι «στα ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι». Αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας είναι η απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου για ορισμένη πράξη που του αποδίδεται. Τα ποινικά δικαστήρια δεν δικάζουν ούτε καταδικάζουν πολιτικές ιδεολογίες ή πολιτικά κόμματα, αλλά αποφαίνονται για την ατομική ευθύνη του κατηγορουμένου «ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενα από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και αφορά την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών» (άρθ. 177 ΚΠΔ).
Το λεγόμενο «λαϊκό αίσθημα», το οποίο συνηθίζουν να επικαλούνται όσοι επιδιώκουν να επηρεάσουν υπέρ των απόψεών τους τη δικαστική κρίση, δεν έχει καμία θέση στην ποινική διαδικασία. Οι δικαστικές αποφάσεις απαγγέλλονται εν ονόματι του λαού αλλά οφείλουν να στηρίζονται αποκλειστικώς και μόνον στις αποδείξεις. Υπενθυμίζεται ότι το καθεστώς που ανήγαγε το «λαϊκό αίσθημα» σε υπέρτατη νομική κατηγορία, στην οποία όφειλαν υποταγή οι δικαστικές αποφάσεις, ήταν αυτό της ναζιστικής Γερμανίας.
Η δίκη των κατηγορουμένων της Χρυσής Αυγής διήρκεσε πεντέμισι χρόνια. Η ασυνήθιστη διάρκειά της οφείλεται πρωτίστως στη συνένωση σε μία διαδικασία περισσότερων υποθέσεων χωρίς να εξαιρεθεί ούτε εκείνη της ανθρωποκτονίας του Παύλου Φύσσα. Η χωριστή εκδίκαση της τελευταίας αυτής θα είχε αποτρέψει την πολυετή δικαστική οδύσσεια της οικογένειας του θύματος και θα είχε ικανοποιήσει το δικαίωμα των κατηγορουμένων για ταχεία δίκη. Επιπλέον, θα είχε επιτρέψει την ψύχραιμη και χωρίς περιορισμούς αποδεικτική διερεύνηση των περιστατικών που συνδέονται με τον χαρακτηρισμό της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης.
Εν κατακλείδι ας επισημανθεί τούτο: Η καταδίκη οποιουδήποτε
κατηγορουμένου είναι μια δραματική στιγμή που επιβάλλει σεβασμό στο
πρόσωπό του. Οι θορυβώδεις πανηγυρισμοί με κροτίδες, οι πέτρες, οι
μολότοφ και τα δακρυγόνα δεν υποστηρίζουν την ανεξαρτησία της
δικαιοδοτικής λειτουργίας ούτε κολακεύουν τη Δημοκρατία μας.
* Ο κ. Ηλίας Αναγνωστόπουλος είναι καθηγητής Νομικής Σχολής Αθηνών, πρόεδρος Ενωσης Ελλήνων Ποινικολόγων.