«”Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!” Το όραμα τούτο κάθε στιγμή να
σε καίει. Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί.
Πίσω από την πήλινη
ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει.
Τα πάθη σου και
οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά και το μυαλό σου.
Το σώμα σου το αόρατο είναι οι πεθαμένοι πρόγονοι και οι απόγονοι
οι αγέννητοι. Το σώμα σου τ’ ορατό είναι οι άντρες, οι γυναίκες και τα
παιδιά που ζουν της εδικής σου ράτσας. »
Με αυτά τα λόγια ένας από τους κορυφαίους της ελληνικής διανόησης, ο
Νίκος Καζαντζάκης, θίγει το χρέος κάθε Έλληνα να συνειδητοποιήσει την
κληρονομιά των προγόνων του, να ενστερνιστεί την ιστορία και τα ιδανικά
του έθνους του, ώστε να μπορέσει και ο ίδιος να συνεχίσει το έργο που
του άφησαν οι προπάτορές του. Ουσιαστικά σε κάθε ευνομούμενη και
πολιτισμένη κοινωνία, κρίνεται πρωταρχική η ανάγκη να γνωρίσουν οι
πολίτες, κυρίως δε οι νέοι, το παρελθόν, το πολιτισμό και τις ρίζες
τους. Δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια, αυτοί που ορίζουν σε
μεγάλο βαθμό την τύχη αυτής της χώρας κινούνται προς την αντίθετη
κατεύθυνση. Η σημερινή κατάσταση ωστόσο, με την πλειοψηφία των Ελλήνων
να βρίσκεται σε κατάσταση λήθης και απάθειας, με την εκπαίδευση να
σχηματίζει νέους δίχως όραμα και ορμή, με την μεθοδευμένη αλλοίωση κάθε
στοιχείου που καθορίζει εθνικά και πολιτιστικά αυτή τη χώρα, δεν είναι
αποκλειστικά αποτέλεσμα της σημερινής αριστερής κυβέρνησης. Ανέκαθεν
η φιλελεύθερη δεξιά, με το μανδύα του συντηρητισμού και του
καθωσπρεπισμού, συνέβαλε εξίσου στην εθνική και ηθική ταπείνωση του κάθε
Έλληνα πολίτη ξεχωριστά και της Ελλάδος συνολικά. Όταν αποκόπτεται ένας
λαός από το παρελθόν του, τότε το μέλλον του διαγράφεται θολό.
Βασικοί φορείς του πολιτισμού και της παράδοσης είναι η εκπαίδευση,
κυρίως όσον αφορά τους νέους, αλλά και τα πολιτισμικά μνημεία, οι
αρχαιολογικοί χώροι και τα μουσεία. Όσον αφορά την παιδεία, δεν
χρειάζεται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να παρατηρήσει κανείς το τέλμα στο
οποίο αυτή έχει καταλήξει, καθώς η παρακμή διακρίνεται σε όλα τα επίπεδα
(υποδομές, αναλυτικό πρόγραμμα, επίπεδο κατάρτισης εκπαιδευτικών,
σκοποί και στόχοι διδασκαλίας κλπ). Εντούτοις, όσον αφορά την
άυλη και υλική πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδος είναι αναγκαίο να
αναφερθούν ορισμένες βασικές παράμετροι. Η προσπάθεια εξάλειψης των
κοινών πολιτιστικών στοιχείων που συνθέτουν τον ελληνισμό, όπως έχει
αποδειχτεί από τις διαδοχικές πολιτικές κατευθύνσεις που έχουν
ακολουθηθεί, κινείται σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: στην
αδιαφορία για τα πολιτιστικά και ιστορικά μνημεία, στην απάθεια απέναντι
σε εξωτερικές προκλήσεις, στο αυξανόμενο ενδιαφέρον για ενίσχυση του
πολυπολιτισμικού στοιχείου και στην μεθοδευμένη εθνική αλλοίωση του
γηγενούς πληθυσμού.
Σχετικά με την πατρογονική κληρονομιά, δεν υπάρχει μόνο αδιαφορία
απέναντι στη διατήρηση των αρχαιολογικών χώρων, αλλά και στην ουσιαστική
αξιοποίησή τους, ώστε να αποτελέσουν τμήμα της καθημερινής ζωής του
σύγχρονου Έλληνα, να μην παραμένουν χώροι ξένοι και ανοίκειοι προς
αυτόν. Δυστυχώς, τα περισσότερα μνημεία αποτελούν αποκλειστικά ένα μέσο
εσόδων, έναν τρόπο προσέλκυσης τουριστών καθώς η αξία τους έχει εκπέσει
από πνευματική σε χρηματική. Ενδεικτικά, στους αρχαιολογικούς
χώρους της Δήλου και της Κνωσσού το προσωπικό φύλαξης είναι ελάχιστο,
στα μουσεία της Ζακύνθου και της Αμφίπολης τα εκθέματα είναι έκθετα στις
καιρικές συνθήκες λόγω των ανεπαρκών υποδομών, ενώ αρχαιολογικός χώρος
εξαιρετικής σημασίας στον Υμηττό έχει μετατραπεί σε χοιροστάσιο, σύμφωνα
με μαρτυρίες κατοίκων. Ταυτόχρονα, ευρήματα μεγάλης ιστορικής
αξίας έχουν εξαφανισθεί χωρίς ποτέ η κρατική μηχανή να ενδιαφερθεί για
την αναζήτησή τους (πρόκειται για τα οστά του Γ. Καραϊσκάκη σε μνημείο
του Φαλήρου, καθώς και για τις προτομές των ναυάρχων της ναυμαχίας του
Ναυαρίνου πλησίον της Πύλης του Αδριανού, οι οποίες εξαφανίσθηκαν επί
Ολυμπιακών Αγώνων).
Πέραν ωστόσο των απτών ευρημάτων και ιστορικών μνημείων, υπάρχει και η
άυλη πολιτιστική κληρονομιά ενός έθνους, η οποία είτε χάνεται είτε
γίνεται «κτήμα» άλλων λαών. Χαρακτηριστικά αναφέρω το Ηπειρώτικο
Πολυφωνικό Τραγούδι, το οποίο σύμφωνα με την UNESCO, αποτελεί πλέον
πολιτιστική κληρονομιά της Αλβανίας, αλλά και τα Αναστενάρια των Σερρών
και της Δράμας που πλέον έχουν κατοχυρωθεί ως πολιτιστική κληρονομιά της
Βουλγαρίας. Αυτή η αδιαφορία αποτελεί άλλωστε και ένα από τα βασικά
αίτια που πλέον ξένα κράτη οικειοποιούνται όχι μόνο τον πολιτισμό αλλά
και την ιστορία της Ελλάδος. Η διάθεση της τωρινής κυβέρνησης
απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις όχι μόνο αδιάφορη δεν είναι, αλλά θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και ενθαρρυντική, όπως φαίνεται από τις
απαντήσεις του αρμόδιου Υπουργείου στις ερωτήσεις των Βουλευτών της
Χρυσής Αυγής. « Όπως συμβαίνει με ανάλογα θέματα σε κάθε
πολυεθνικό Οργανισμό, η UNESCO ευνοεί και ενθαρρύνει τις πολυεθνικές
εγγραφές στοιχείων και μάλιστα επιτρέπει και την εκ των υστέρων σύμπραξη
δύο ή περισσότερων χωρών σε μια εγγραφή δεδομένου ότι παντού σχεδόν
στον κόσμο ορισμένες παραδόσεις είναι κοινές στις όμορες χώρες, έστω και
με διαφορετικές ονομασίες.» Σε αυτήν την στάση ίσως υπάρχουν
ψήγματα λογικής, ωστόσο ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική, τότε η Ελλάδα
δεν έχει κανένα δικαίωμα σε σημαίνουσες ιστορικές μορφές ,στο όνομα της
Μακεδονίας, στα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σε αντίθεση με την υποβάθμιση κάθε ελληνικής πολιτιστικής αξίας, η
αγάπη των κυβερνώντων στα μνημεία των κατά καιρούς καταπατητών αυτής της
χώρας και κυρίως των Τούρκων εκφράζεται με κάθε ευκαιρία. Σύμφωνα με
την Α. Σ. δρ. αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, σε Ιωάννινα, Θεσσαλονίκη καθώς και σε πολλά νησιά του
Αιγαίου η συντήρηση και διατήρηση των οθωμανικών μνημείων είχε ξεκινήσει
από πολύ νωρίς, ενώ ακόμα και σήμερα ελληνικοί αρχαιολογικοί χώροι
έχουν παραμείνει αναξιοποίητοι. Μάλιστα, σύμφωνα με την καθηγήτρια το
μέλλον των τουρκικών μνημείων διαγράφεται ελπιδοφόρο: « Οι νέες
αντιλήψεις αποκατάστασης και επανάχρησης, σε συνδυασμό με την αύξηση των
χρηματοδοτήσεων, συμβάλλουν στη διατήρηση των οθωμανικών, όπως και των
άλλων μνημείων. Εξάλλου έχει συνειδητοποιηθεί εδώ και καιρό ο
πολυπολιτισμικός χαρακτήρας τους και ο ρόλος τους στο αστικό και
ευρύτερο περιβάλλον.» Γενικά, στην Ελλάδα εντοπίζονται 400 οθωμανικά μνημεία, ωστόσο ο αριθμός τους ενδέχεται να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Πέραν
ωστόσο της προσεκτικής διατήρησής τους δίδεται φροντίδα και για την
αξιοποίηση τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι επισκέψεις
Ελλήνων μαθητών σε οθωμανικά μνημεία ανήμερα της 25ης
Μαρτίου. Από τη μία πλευρά, μαθητές λυκείων της Κομμοτηνής και των
Πομακοχωρίων επισκέφθηκαν το μνημείο της μάχης του Τσανάκαλε, όπου οι
Τούρκοι αποδεκάτισαν τα συμμαχικά στρατεύματα το 1915, ενώ από την άλλη
πλευρά μαθητές στην Καβάλα επισκέφθηκαν το μουσείο του Μωχάμετ Άλι (σε
συνεργασία με το ινστιτούτο IMARET), ο οποίος υπήρξε πατέρας του γνωστού
Ιμπραήμ Πασά που αιματοκύλισε την Πελοπόννησο.
Καταλήγοντας, ο καθοριστικός παράγοντας που συντελεί στην πλήρη
απαλλοτρίωση του πολίτη, ώστε να αισθάνεται ένας ξένος ανάμεσα σε ξένους
στην ίδια του τη χώρα είναι η δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού. Πέρα
από τις προφανείς άμεσες συνέπειες των συνεχών εισροών λαθρομεταναστών
στην αραιοκατοικημένη Ελλάδα, πως ακριβώς μπορεί κάποιος να αισθανθεί
Έλληνας πολίτης, όταν γύρω του ακούει διαλέκτους ξένες προς αυτόν,
διακρίνει συμπεριφορές εντελώς ανοίκειες, παρατηρεί έναν τρόπο ζωής
ηθικά, πολιτιστικά και αξιακά διαφορετικό από τον τρόπο που ο ίδιος έχει
μάθει να ζει.
Οι παραπάνω τακτικές κινούνται στον άξονα της δημιουργίας μιας
πολυπολιτισμικής κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι έχοντας απολέσει την
ιδιότητα του πολίτη μετατρέπονται σε όχλο, ο οποίος άβουλος και
ανίκανος για ανώτερη μορφή σκέψης και ευγενών συναισθημάτων, αποτελεί
απλά πιόνι στη σκακιέρα όσων κρατούν την εξουσία. Φυσικά, παρά το
γεγονός ότι σήμερα στην Ελλάδα έχει εδραιωθεί σε μεγάλο βαθμό αυτό το
πολυπολιτισμικό μοντέλο, μπορεί πολύ απλά η κατάσταση και πάλι να
αλλάξει. Αυτή η δυνατότητα για αλλαγή ενυπάρχει σε κάθε Έλληνα
πολίτη, ο οποίος σκέφτεται και πράττει με βάση το παρελθόν των νεκρών
προγόνων και με στόχο το μέλλον των αγέννητων απογόνων.
ΠΗΓΗ: ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ