Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Περί της νιτσεϊκής σκέψεως (Μέρος ΙΙ)

     Στο βιβλίο του Μοντινάρι «Διαβάζοντας τον Νίτσε» (1982) καταγράφεται ακριβέστατα και πληροφοριακά αυτό το σύγχρονο ρυθμιστικό πλαίσιο, ιδιαίτερα στο τελευταίο αποκαλυπτικότατο κεφάλαιο («Ο Νίτσε μεταξύ του Άλφρεντ Μποϊμλερ και του Γκέοργκ Λούκατς». Τέτοια επιμελή και εμβριθή επιχειρήματα όπως το βιβλίο του Μοντινάρι είναι κατάλληλα για να μας εφοδιάσουν με τα στοιχειώδη τροχειοδεικτικά εφόδια για την πορεία προσέγγισης του Νίτσε, όμως κανείς δεν πρέπει να περιμένει τίποτε περισσότερο.

    Στον φιλοσοφικό στοχασμό δεν διατίθεται καμιά μετάγγιση επεξεργασμένης αντίληψης. Πολύ περισσότερο όταν αναφερόμαστε στη σκέψη του Νίτσε, όπου οι όποιες εξηγητικές εργασίες αποτελούν απλά και μόνο εισαγωγή στην προπαρασκευαστική φάση της αναζήτησης. Οπότε, όταν καλλιεργείται η σκέψη στο απεριόριστο διάστημα, ισχυροποιημένη από τα προστάγματα ρήξης και αμφισβήτησης που εξαπέλυσε ο ίδιος ο Νίτσε, κάθε ορθοδοξία και δογματισμός οφείλουν να σιωπούν όταν μιλάει η δύναμη.
     Πρέπει για την προσέγγιση και κατανόηση της σκέψης του Νίτσε να συνειδητοποιήσουμε το πολύπτυχο και αμφιλεγόμενο ταξίδι που μας περιμένει. Όπως προαναφέρθηκε υφίστανται ευρύτατες διαφωνίες για την ερμηνεία και τη σημασία του έργου του. Το ύφος της φιλοσοφικής του γραφής είναι μοναδικά προκλητικό και αγνοεί κάθε επιφύλαξη. Οι δεικτικές, καυστικές και διεισδυτικές κριτικές του κατά του χριστιανισμού, αποδίδονται με τους πιο επιθετικούς και βλάσφημους όρους με τα δεδομένα της Ευρώπης του 19ου αιώνα. Τα χαρακτηριστικά του νιτσεϊκού ύφους που αντίκεινται στις παραδοσιακές αξίες της φιλοσοφικής γραφής τον αποξένωσαν από το ακαδημαϊκό κατεστημένο στην εποχή του και τον φυλάκισαν σε ένα κανονιστικό-ανακριτικό κελί από το σύγχρονο ακαδημαϊκό κατεστημένο. Μάλιστα ορισμένοι αναλυτικοί φιλόσοφοι απορρίπτουν και αποβάλλουν τον Νίτσε ως ευμετάβλητο, αλλοπρόσαλλο και ασυνεπή στοχαστή που παράγει υποθετικά και αναπόδεικτα κάτι άλλο από ότι «η πραγματική φιλοσοφία».
     Για να αρθρώσουμε ένα στοιχειώδες υπόστρωμα-εφαλτήριο της προσέγγισής μας στην νιτσεϊκή σκέψη πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ως πυλώνες τα κύρια θέματα της θεώρησής του, τα οποία απασχόλησαν την μέγιστη προσοχή των πλέον αφοσιωμένων μελετητών του : τις απόψεις του περί ηθικής, την δήλωσή του «ο θεός είναι νεκρός» την υπόδειξή του περί της «αιωνίας επιστροφής», καθώς και τις επισημάνσεις και τα διανοήματά του σχετικά με τον «υπεράνθρωπο» και την «θέληση για δύναμη».
     Στο βιβλίο του «Αυγή-σκέψεις περί των ηθικών προκαταλήψεων» (1881) ο Νίτσε ξεκινά την «εκστρατεία του ενάντια στην ηθική» και αυτοαποκαλείται «αμοραλιστής». Επικρίνει σφοδρά τα κυρίαρχα ηθικά σχήματα της εποχής του: τον χριστιανισμό, την καντιανή φιλοσοφία και τον ωφελιμισμό. Υποβαθμίζει το ρόλο του ηδονισμού, της αναζήτησης της ηδονής ως κυρίαρχου κινήτρου και συνάμα προάγει το ρόλο ενός «αισθήματος δύναμης». Εκφράζει έναν ισχυρό ηθικό και πολιτιστικό σχετικισμό επικρίνοντας την χριστιανική θεώρηση μέσα από ένα ευρύ εδάφιο. Σ’ αυτό πλήττει την χριστιανική βιβλική εξήγηση, ερμηνεύοντας αντικείμενα και σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης ως προαποτυπώσεις της σταύρωσης του Χριστού. Το κείμενο του βιβλίου παρουσιάζεται με σαφήνεια και αφοριστικό ύφος προσκαλώντας τον αναγνώστη σε μια ξεχωριστή εμπειρία χωρίς να επιδεικνύει κανένα στοιχείο ενδιαφέροντος να πείσει για να γίνει αποδεκτό οποιοδήποτε σημείο των παρατιθέμενων απόψεων (χαρακτηριστικό που εκφράζεται κυρίαρχο σε όλο το νιτσεϊκό έργο).
Στο βιβλίο του «Ίδε ο άνθρωπος»-«Ecce homo: Πως κάποιος καθίσταται αυτό που είναι» (τελευταίο βιβλίο που έγραψε πριν κορύφωση της ψυχικής νόσου του στα 1888, το οποίο εκδόθηκε στα 1908 ), αποκαλεί την εγκαθίδρυση ηθικών συστημάτων βασισμένων σε μια διχοτομία καλού- κακού «ολέθριο λάθος». Επίσης εκδηλώνει την επιθυμία να εγκαινιάσει, να εισαγάγει μια επαναξιολόγηση των αξιών του χριστιανικού κόσμου, να προβεί σε μιαν «επαναξίωση των αξιών». Παραθέτει την διάθεση του να προσφέρει μια νέα περισσότερο φυσική πηγή προέλευσης αξιών από τις ζωτικές παρορμήσεις της ίδιας της ζωής.
     Στο τελευταίο εδάφιο του βιβλίου του με τίτλο : «Γιατί είμαι ένα πεπρωμένο», ασχολείται κυρίως με την επανάληψη όλων των προηγουμένων σκέψεών του για τον χριστιανισμό, επιβεβαιώνοντας την παρακμή του χριστιανισμού, καθώς και τις ιδέες του για το ξεσκέπασμα της χριστιανικής ηθικής. Το βιβλίο το υπογράφει ως «Διόνυσος ενάντια στον εσταυρωμένο». Και στα δύο προαναφερόμενα βιβλία ο Νίτσε προβαίνει σε μια γενεαλογική περιγραφή της ανάπτυξής της «ηθικής κυρίαρχου-δούλου», που καταλαμβάνει την κεντρική θέση των έργων αυτών. Παρουσιάζει την ηθική του κυρίαρχου ως το αυθεντικό και αρχέγονο σύστημα ηθικής, πιθανότερα συσχετιζόμενο καλύτερα με την Ομηρική Ελλάδα. Η αξία αναδύεται ως η αντίθεση καλού-κακού αποδιδόμενη με ένα δίπολο «κατάφασης της ζωής»-«άρνησης της ζωής». Υγεία, δύναμη, πλούτος και κοινωνική ισχύς, δηλαδή τα χαρακτηριστικά που απαντώνται στους ομηρικούς ήρωες, προσμετρώνται ως «καλό», ενώ αντίθετα ως «κακό» κρίνεται ότι σχετίζεται με την ασθένεια, την αδυναμία, τη φτώχεια και την παθητικότητα, το είδος των χαρακτηριστικών τα οποία κατά σύμβαση συσχετιζόταν στην αρχαία εποχή με τους δούλους.
     Η ηθική του δούλου έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την ηθική του Κυρίου, εκδηλώνεται δε και ως μία αντίθεση προς αυτήν. Ο Νίτσε συσχετίζει την ηθική του δούλου με την ιουδαϊκή και με την χριστιανική παράδοση. Η εδώ προέλευση της αξίας αναδύεται μέσα από το δίπολο καλού-κακού, όμως το καλό συσχετίζεται με τον «καλό κόσμο», την ανοχή, την άγνοια, την καταστολή, την πραότητα και την υποταγή. Αντίθετα το κακό προβάλλει εγκόσμιο , εγωιστικό, σκληρό, πλούσιο και επιθετικό. Ο Νίτσε θεωρεί πως η ηθική του δούλου απορρέει από την συγκαλυμμένη και ανέκφραστη οργή και εχθρότητα του δούλου. Λειτουργεί ώστε να ξεπεραστεί η αίσθηση κατωτερότητας του δούλου, η μειονεξία που αισθάνεται αυτός απέναντι του κυρίου του. Αυτό επιτυγχάνεται με τον ανακαθορισμό κάποιων αδυναμιών των δούλων, την προβολή των ελλειμμάτων ως σπουδαίων και εκλεκτών αρετών, όπως πχ με την «πραότητα».
     Σ’ αυτήν την ηθική των δούλων ο Νίτσε αναγνωρίζει μια πηγή του μηδενισμού που έχει καταλάβει την Ευρώπη. Στα μάτια του η σύγχρονη Ευρώπη και ο χριστιανισμός της υπάρχουν και λειτουργούν σε μιαν απόλυτα υποκριτική κατάσταση, δίχως πραγμάτωση και δίχως αντικειμενική ουσία, σε μία διαρκή ένταση μεταξύ της ηθικής του κυρίου και της ηθικής του δούλου, καθώς τα δύο αξιακά συστήματα καθορίζουν σε άλλοτε άλλα βαθμό τις αξίες της πλειονότητας των Ευρωπαίων, τους οποίους ο ανυπόκριτος φιλόσοφος δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ετερόκλητους και παρδαλούς (όπως τα πολύαιμα σκυλιά).
     Ο Νίτσε καλεί τους εξαιρετικούς ανθρώπους να μην αισθάνονται καμία ντροπή εμπρός στην υποτιθέμενη «ηθική για όλους», η οποία κατ’ αυτόν εκτιμάται ως βλαβερή και επιζήμια για την άνθιση των εξαιρετικών ανθρώπων. Ωστόσο προειδοποιεί πως η ηθική «καθ’ αυτήν» δεν αποτελεί κακό. Τουναντίον για τις μάζες είναι καλό και πρέπει να αφεθεί γι’ αυτές.
     Αντιθέτως οι εξαιρετικοί άνθρωποι θα πρέπει αντιθέτως να ακολουθούν τον δικό τους εσωτερικό νόμο. Ένα αγαπημένο ρητό του, συσχετιζόμενο με το προκείμενο θέμα, ο Νίτσε το έλαβε από τον μεγάλο Πίνδαρο: «γένος’ οίος έσσι μαθών» από την Β’ Πυθιόνικο ωδή (2.72) γραμμένη για τον Ιέρωνα των Συρακουσών (ΜΑΘΕ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΓΙΝΕ ΤΕΤΟΙΟΣ).
     Ο Νίτσε ενέκυψε στο κυρίαρχο θέμα της ηθικής κυρίου-δούλου ήδη από το βιβλίο του «Η γενεαλογία της ηθικής», προσεγγίζοντας τον όρο ηθική μ’ έναν ευρύτερο και αποκλίνοντα από τον συνήθη κοινό τρόπο αντίληψης της εννοίας αυτής. Γι’ αυτόν μια συγκεκριμένη ηθική είναι αχώριστη από τον σχηματισμό ενός συγκεκριμένου πολιτισμού που αυτή επάγει και ο οποίος σχετίζεται μαζί της διαδραστικά. Αυτό σημαίνει πως η γλώσσα, οι κώδικες και οι πρακτικές, οι εκφάνσεις και τα δημιουργήματα του πολιτισμού έχουν ως δυναμικό περιεχόμενο αυτήν την ηθική και αντανακλούν τον αγώνα μεταξύ των δύο τύπων ηθικής αξιολόγησης. Η ηθική των κυρίων σταθμίζει τις πράξεις σε μια κλίμακα καλών και κακών συνεπειών, ενώ η ηθική των δούλων σταθμίζει αντίστοιχα προθέσεις.
     Η διαφορά είναι αβυσσαλέα χασματική. Για τον Νίτσε το δίπολο της ηθικής κυρίου-ηθικής δούλου παρέχει την στέρεη βάση για μια καθολική εξήγηση κι ερμηνεία της Δυτικής σκέψης, από τους προσωκρατικούς έως τις ημέρες τους. Στην οποιαδήποτε προσέγγιση του ζητήματος με εφόδιο τη νιτσεϊκή σκέψη ουδέποτε πρέπει να λησμονούμε πως η ηθική του δούλου «αξιώνει» δρώμενα όπως η εξυπηρετικότητα, η ταπεινοφροσύνη και η συμπόνια, ενώ η ηθική του κυρίου «αξιώνει» την υπερηφάνεια, την δύναμη και την αριστοκρατικότητα της ευγενείας.
     Ο Νίτσε καθορίζει την ηθική του ανθρώπου ισχυρής θέλησης ως ηθική του κυρίου. Επικρίνει και ταυτίζει με την σύγχρονή του βρετανική ιδεολογία την άποψη πως καλό είναι οτιδήποτε είναι εξυπηρετικό και διευκολυντικό, ενώ ότι είναι βλαβερό είναι κακό. Θεωρεί πως η άποψη αυτή λησμόνησε τις καταβολές των αξιών κι αποκαλεί καλό ότι είναι χρήσιμο βάσει της συνήθειας, καθώς το χρήσιμο πάντοτε καθορίζονταν ως καλό, οπότε η χρησιμότητα ως αξία  είναι καλοσύνη και ταυτίζεται με το καλό, μ’ έναν ασυνείδητο ζωώδη μνημονικά εγχάρακτο τρόπο και δίχως πραγματική συνείδηση.
     Στο βιβλίο του «Πέραν του καλού και του κακού» επεξηγεί ότι στην προϊστορική κατάσταση του ανθρώπου «…η αξία ή μη-αξία μιας πράξης προερχόταν από τις επιπτώσεις της», όμως τελικά «…δεν υπάρχουν καθόλου ηθικά φαινόμενα, μόνον ηθική ερμηνεία των φαινομένων». Για τους ανθρώπους με δυνατή θέληση, «καλό» είναι το ευγενές, το δυνατό, το ισχυρό, ενώ «κακό» είναι το αδύναμο, το δειλό, το συνεσταλμένο, το άτολμο, το ευτελές. Η ουσία της ηθικής του κυρίου είναι η αριστοκρατική ευγένεια. Η ηθική σχεδιάστηκε για να προστατεύσει αυτό που αξιώνει ο άνθρωπος με τη δυνατή θέληση, οπότε και για τον κύριο και για τον δούλο «…ο φόβος είναι η μητέρα της ηθικής».
     Γι’ αυτόν η θέληση για δύναμη είναι η μόνη δύναμη πάνω στη γη, αυτή που κινεί όλα τα όντα και τα κάνει να αλληλοσυγκρούονται, να συνδυάζονται, να ενώνονται, να ανακατεύονται αέναα. Όπως λέει ο ίδιος στο «Πέραν του καλού και του κακού», «….η ζωή είναι κατ’ ουσίαν ιδιοποίηση, παράβλαψη, καθυπόταξη του ξένου και του ανίσχυρου, καταπίεση, σκληρότητα, εκμετάλλευση… δηλαδή θέληση για δύναμη».
     Επειδή τα όντα δεν έχουν την ίδια δύναμη, ο κόσμος είναι μια τάξη ιεραρχίας από το ανώτερο στο κατώτερο, αλλά μια τάξη ρευστή κι επιδεχόμενη συνεχείς αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις. Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των θελήσεων για δύναμη βρίσκεται ο άνθρωπος, ο οποίος έχει επιβάλλει και θα επιβάλλει πάντα την εξουσία του πάνω στη φύση και στους ομοίους του.
     Αυτό που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις είναι ο ανταγωνισμός (ο αρχαίος ελληνικός «αγών», είναι αυτό το ανθρώπινο στοιχείο που δεν άφηνε τον Θεμιστοκλή να κοιμηθεί όταν σκεφτόταν «το του Μιλτιάδου τρόπαιον»). Ενώ πολλοί θεωρούν τον «οστρακισμό» που λάμβανε χώρα στην αρχαία Αθήνα ως ουσιώδη εκμηδένιση του ατόμου, αντίθετα, ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο θεσμός του οστρακισμού ήταν θετικός : όταν ένα άτομο ξεπερνάει όλα τα άλλα, παραμερίζεται από την κοινότητα «προκειμένου να ξαναρχίσει το παιχνίδι των ανταγωνιζόμενων δυνάμεων».
     Για τον Νίτσε, η ισχυρότερη θέληση για δύναμη είναι η πλέον πνευματική, δηλαδή εκείνη που χαρακτηρίζει τους «μεγάλους εφευρέτες καινούργιων αξιών» ή δημιουργούς. Τέτοιοι άνθρωποι προβαίνουν, μαζί με τους μαθητές / οπαδούς τους, σε καινούργιες αξιολογήσεις των ανθρώπινων αξιών, των ιδεών και των πραγμάτων κι έτσι προτείνουν ένα καινούργιο «αγαθό» για την πλειονότητα των ανθρώπων, αναπόσπαστο από έναν πίνακα «υπερνικήσεων», δηλαδή έναν πίνακα που περιέχει όλα εκείνα που πρέπει να ξεπεραστούν στην εκάστοτε δεδομένη στιγμή.
     Οι δημιουργοί μπορούν να εκφράζουν μια «θετική» ή μια «αρνητική» θέληση για δύναμη. Θετική είναι κάθε θέληση για δύναμη, η οποία καταφάσκει  την ζωή, «ευλογεί τα πράγματα και τον άνθρωπο», ενώ αρνητική είναι κάθε θέληση για δύναμη που δεν σέβεται, δεν εκτιμά και δεν αναδεικνύει την αξία της ζωής.
     Άλλες ποιότητες που αξιώνονται συχνά στην νιτσεϊκή ηθική του κυρίου είναι η ευρύνοια, το θάρρος, η ειλικρίνεια, η εμπιστοσύνη και η ακριβής αίσθηση της αυταξίας, της προσωπικής αξίας. Η ηθική του κυρίου ξεκινά στον «ευγενή άνθρωπο», με μιαν αυτόματη ιδέα του καλού και κατόπιν η περί κακού ιδέα γεννάται ως αυτό που δεν είναι καλό.
     «Ο ευγενής τύπος ανθρώπου βιώνει τον εαυτό του ως καθοριστή αξιών.  Δεν χρειάζεται έγκριση.  Κρίνει “ό,τι είναι βλαβερό σ’ εμένα είναι καθαυτό βλαβερό”.  Γνωρίζει πως ο εαυτός του είναι εκείνος που πρώτος παρέχει τιμή στα πράγματα.  Είναι «δημιουργός αξιών»
Μ’ αυτήν την εικόνα η ηθική του κυρίου αποτελεί  την πλήρη αναγνώριση του ότι ο ίδιος ο εαυτός κάποιου είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων.  Στον βαθμό που κάτι είναι υποβοηθητικό στον ισχυρά θεληματικό άνθρωπο αυτό ομοιάζει με ό,τι  αξιώνει ο ίδιος στον εαυτό του.  Για τούτο αξιώνει ως «καλό» αυτά τα πράγματα.  Οι κύριοι είναι οι δημιουργοί της ηθικής και οι δούλοι ανταποκρίνονται στην ηθική των κυρίων με την δική τους ηθική των δούλων.
     Αντίθετα με την ηθική του κυρίου η οποία αποτελεί κορυφαία εκδήλωση του πλέον κεκαθαρμένου από βιοτικούς προσδιορισμούς συναισθήματος και συνάμα είναι γεννήτρια αξιών η ηθική του δούλου είναι κυριολεκτικά μία έμμονη δυσαρέσκεια, μια εμπαθής αγανάκτηση που εκδηλώνεται ως αντίστροφη επαναξίωση ανάγοντας σε αξίες ό,τι απορρίπτει ο κύριος και σε απόρριψη των αξιών του.  Απορρέει από την αξιακή φόρτιση των πράξεων που βασίζονται στις προθέσεις και την απαξίωση των πράξεων που βασίζονται στις απορρέουσες επιπτώσεις τους.
     Όπως ακριβώς η ηθική του κυρίου προέρχεται από τον ισχυρό, η ηθική του δούλου προέρχεται από τον αδύναμο.  Όντας μια αντίδραση στην καταπίεση δαιμονοποιεί τους καταπιεστές του αδυνάμου, του δούλου.  Είναι το αντίστροφο αντίθετο της ηθικής του κυρίου.  Και ως αντιστροφή καθαυτήν, χαρακτηρίζεται από απαισιοδοξία και δειλό σκεπτικισμό.  Γεννιέται από την αντίθεση σε οτιδήποτε η ηθική του κυρίου αξιώνει ως «αγαθό».  Η δουλική ηθική δεν αποσκοπεί στην εξάσκηση επιρροής στην θέληση του ανθρώπου μέσω της ισχύος αλλά μέσω μιας προσεκτικής και επιτηδευμένης υπονόμευσης.
     Δεν επιζητεί την υπέρβαση των κυρίων, αλλά την μετατροπή και εκείνων σε δούλους.  Αποτελεί την πεμπτουσία κάθε εξισωτικής θεώρησης.  Ο πυρήνας της ηθικής του δούλου.  Ο πυρήνας της ηθικής του δούλου έγκειται στην χρησιμοθηρία.  Αγαθό είναι αυτό που είναι το χρησιμότερο για το σύνολο και όχι για τον δυνατό.  Ο Νίτσε διαπιστώνει σ’ αυτό το στοιχείο μιαν αντίφαση: « Και πως μπορεί να υπάρξει ένα κοινό καλό! Η έκφραση είναι αυτοαντιφατική : ό,τι μπορεί να είναι κοινό είχε πάντα μικρή αξία.  Στο τέλος πρέπει να είναι όπως ήταν πάντοτε : τα μεγάλα πράγματα είναι για τους μεγάλους, η άβυσσοι για τους βαθείς, τα ρίγη και οι λεπταισθησίες για τους εκλεπτυσμένους και εν ολίγοις όλα τα σπάνια πράγματα για τους σπάνιους» 
     Μια και οι δυνατοί είναι λίγοι σε αριθμό συγκρινόμενοι με τις μάζες των αδυνάμων, οι αδύναμοι κερδίζουν ισχύ διαφθείροντας τους δυνατούς ώστε να πιστέψουν πως οι αιτίες της δουλείας είναι «κακές», όπως κακές είναι όλες εκείνες οι ποιότητες τις οποίες οι αδύναμοι λόγω της αδυναμίας της φύσης τους δεν μπορούν να επιλέξουν.
     Δηλώνοντας πως η ταπεινοφροσύνη είναι εθελοντική, η ηθική των δούλων αποφεύγει να παραδεχτεί πως η ταπεινοφροσύνη τους αρχικά τους επιβλήθηκε από έναν κύριο.  Οι βιβλικές αρχές της «παροχής της άλλης παρειάς» στο ράπισμα της ταπεινοφροσύνης, της ελεημοσύνης και του οίκτου είναι αποτέλεσμα της καθολικής και παγκοσμιοποιημένης γενίκευσης της δοκιμασίας και δεινοπάθειας του σκλάβου πάνω σε ολόκληρη την ανθρωπότητα, δοκιμασίας που υποδουλώνει επίσης και τους κυρίους. 


Δ. Τζεμπετζής
Δικηγόρος

 ΠΗΓΗ: ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ