«Κι αν ακόμα ένας άνθρωπος έχει ακλόνητη πίστη, μπορεί να εμπλακεί στη γοητεία της αμφιβολίας.»
Φρειδερίκος Νίτσε.
Το νιτσεϊκό έργο υπήρξε μια αφυπνιστική πολεμική κραυγή μέσα στη
βαθιά νύχτα της πορείας των ανθρώπων. Ο ίδιος ο Νίτσε παρατηρούσε πως
«…για να σε ακούσει κάποιος πρέπει να του σπάσεις τα αυτιά». Γι αυτό
πολλές φορές βρίσκουμε στα έργα του έκδηλη, εκρηκτική, ολοφάνερη και
προκλητική την περιφρόνηση για πρόσωπα και πράγματα. Η στάση του δεν
ήταν κακία ή μικρότητα, αλλά μια ρωμαλέα διαχρονική φωνή που ήθελε
σφοδρά να ακουστεί στα αυτιά και τις συνειδήσεις όλων.
Κάποτε έγραψε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται πραγματικά μετά τον
θάνατό τους. Αυτό ασφαλώς ισχύει και στην περίπτωσή του: Η ιστορία της
φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας του 20ου αιώνα δεν νοείται
καν χωρίς αυτόν.
Συχνότατα οι καθηγητές της φιλοσοφίας θεωρούν ότι η ανάλυση των όρων
και των εννοιών αφορά απλά στην αποσυναρμολόγηση ενός συνόλου στα
επιμέρους συστατικά τους, ώστε να γίνει αντιληπτή και κατανοητή η δομή
τους. Σε πολύ παλαιότερες εποχές ο Νίτσε, δίχως να μιλήσει για ανάλυση,
τοποθέτησε τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές φιλοσοφικές ιδέες πάνω σ’ ένα
αμόνι και τις θρυμμάτισε με τις αδίστακτες σφυριές της τρομερής κριτικής
του. Ο τεράστιος θόρυβος αυτής της άγριας συντριβής τους παρέσυρε τους
διάφορους διανοητικά περίεργους να στρέψουν την προσοχή τους στο
κοσμογονικό δρώμενο του πρωτοπόρου Γερμανού. Ωστόσο τα ποικιλομεγέθη
θραύσματα που απέρρευσαν από την προαναφερόμενη συντριβή, φανερά δεν
ήταν τίποτα άλλο παρά τα παράγωγα ενός μεγαλοφυούς και επιτηδευμένου
νοητικού σχεδίου.
Ο πρωτόβγαλτος αναγνώστης του Νίτσε περιμένει με αφέλεια και
ανυπομονησία να απορροφήσει τον εντυπωσιακό λόγο του φιλοσόφου, την
ρηξικέλευθη κρίση του, δηλαδή όλες εκείνες τις αδίστακτες επισημάνσεις
και ρηξικέλευθες παρατηρήσεις του μεγάλου Γερμανού στοχαστή, με τις
οποίες μπορεί αργότερα να εκπλήξει εύκολα και να αιφνιδιάσει τον
οποιοδήποτε απροπαράσκευο ακροατή – συνομιλητή του σε οποιαδήποτε
συνομιλία και αντιπαράθεσή τους περί ιδεών. Το ίδιο ακριβώς πράττουν
συνεχώς όλοι οι ειδικοί επιστήμονες και μελετητές του νιτσεϊκού έργου,
προβαίνοντας μάλιστα σε ποικίλους ισχυρισμούς σχετικά με το περιεχόμενό
του.
Υπάρχουν εκτενείς κατάλογοι με ρητά του Νίτσε συντεταγμένα με τον
τάδε ή τον δείνα τρόπο, με μιαν επιλεκτική και σκόπιμη επαλληλία, που
επιδιώκουν να επιβεβαιώσουν την μία ή την άλλη ερμηνεία της σκέψης του,
όπως βεβαίως την προσλαμβάνει και κατόπιν την αποδίδει ο εκάστοτε
μελετητής, κατά την κρίση και τον σκοπό του. Μάλιστα καθόλου δεν λείπουν
εκείνοι οι οποίοι με επιτηδευμένη περιφρόνηση ισχυρίζονται πως αυτή η
αμφισημία, η εγγενής και εμφανής αντινομία στην νιτσεϊκή σκέψη (η οποία διαρκώς αποκαλύπτει την εσωτερική της αντίθεση),
δεν αναδεικνύει τίποτε άλλο παρά αυτό που όλοι όσοι είχαν έρθει σ’
επαφή με την σκέψη του Νίτσε υποπτεύθηκαν εξ αρχής : το παράλογο, το
ανορθολογικό, το εξωλογικό στοιχείο στον πολυσύνθετο κόσμο της σκέψης
του. Εξάλλου δεν είναι αποδεδειγμένα γνωστό ότι ο άνθρωπος αυτός πέθανε
παράφρων ;
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις η ίδια η θέαση της νιτσεϊκής σκέψης
είναι εξ αρχής κατακερματισμένη. Όμως, μπορεί κάποιος να θεωρήσει
αβίαστα πως αυτές οι εκρηκτικά κερματισμένες σκέψεις μας προσκαλούν να
συνθέσουμε τα θραύσματά τους και να συλλάβουμε το νόημα, την σημασία και
την βαθύτερη έννοια τους. Η ίδια η φιλοσοφική κληρονομιά του Νίτσε μας
βοηθάει να κατανοήσουμε την κατάλληλη συνθετική της διάταξη.
Ο ιδεαλισμός του Σοπενχάουερ αποτελεί την αφετηρία της φιλοσοφικής πορείας του Νίτσε.
Για τον Σοπενχάουερ ο φαινομενικός κόσμος είναι απλά μια παράσταση, μια
νοερή σύλληψη ιδέας, μια επινόηση, είναι το βασίλειο στο οποίο
κυριαρχεί εκ θεμελίων ο Λόγος. Όμως το «πράγμα καθ’ αυτό» , το «ον
κόσμος» που παραδόθηκε μέσα από τα μυστηριώδη αινίγματα του Καντ, μπορεί
να ερμηνευθεί και να εξηγηθεί μόνον μέσω της θέλησης. Μπορούμε να
συνειδητοποιούμε καλά το σώμα μας και τις κινήσεις του ως θεατές, έτσι
έχει το φαινόμενο της σωματικότητάς μας, της υλικής μας υπόστασης. Όμως
μέσω της δράσης της θέλησης γινόμαστε συμμέτοχοι - δράστες,
συλλαμβάνουμε την εσωτερική πτυχή του φαινομένου αυτού κι έτσι
αποκωδικοποιούμε το υπαρξιακό αίνιγμα. Είναι αυτή η αδιαίρετη θέληση που
αντικειμενικοποιείται πολύπλευρα στον κόσμο των φαινομένων, ενώ
αναπαύεται ατάραχη στην αυθυπαρξία της, ελεύθερη από τους περιορισμούς
και τους όρους του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας.
Ο Σοπενχάουερ προβληματίζεται πολύ και διστάζει επίμονα γύρω από τον
ακριβή καθορισμό της θέλησης ως αυθύπαρκτου όντος, ως καθαυτού
πράγματος, ως δραστικού όντος. Όμως τελικά βλέπει σ’ αυτήν μια τυφλή
παρόρμηση η οποία χρησιμοποιεί την συνείδηση για να πιστοποιήσει και να
επιβεβαιώσει τον εαυτό της. Έτσι η ευφυΐα καθίσταται το εργαλείο της
θέλησης, ένα μέσο της επιθυμίας. Όπως ένας υπηρέτης ο οποίος κρατά έναν
πυρσό για να φωτίζει την πορεία του κυρίου του στο σκοτεινό δρομάκι.
Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί το υποκείμενο να απελευθερωθεί
από την αδυναμία, από την πενία της θέλησής του : Με την
περισυλλογή, τον στοχασμό και τον διαλογισμό που επιτρέπουν την γέννηση
της φιλοσοφίας και της τέχνης, μέσα στις οποίες το αντικείμενο
παρουσιάζεται ως καθαρή ιδέα, συνεπώς το υποκείμενο απελευθερώνεται από
το «γιατί» της αιτιότητας και το «προς τα πού» του ενδιαφέροντος και της
σκοπιμότητας. Η διαρκής απελευθέρωση προκαλείται από την
ασκητική, η οποία όμως απαρνείται τη θέληση για ζωή. Όχι όμως ο
αυτοκτόνος, αλλά ο άγιος αναπτύσσει το μονοπάτι του, το οποίο τον οδηγεί
στην αδιατάρακτη και άθικτη καθαρότητα του μη όντος, στον πυρήνα του
«ανυπόστατου», στο κέντρο της ανυπαρξίας.
Ο Σοπενχάουερ είδε την θεωρία του να επιβεβαιώνεται πολύπλευρα και
πολυεπίπεδα : Στα ηθικά φαινόμενα, όπου μέσω της συμπόνιας, ο εγωισμός
και η απατηλή αρχή της εξατομίκευσης συρρικνώνονται. Επιπλέον στον
φυσικό μαγνητισμό, στην μεσμερική ύπνωση, ακόμη και στις μαγικές
πρακτικές, τα οποία υπερβαίνουν τον χώρο, τον χρόνο και την αιτιότητα.
Επίσης ανεκάλυψε εκπληκτική συμφωνία των σκέψεών του με πτυχές του
βουδισμού και με τις ινδουιστικές Ουπανισάδ. Ο ένθεος "αθεϊσμός" του,
αψηφώντας την κοσμοθεώρησή του και αντικείμενος εν μέρει σ’ αυτήν,
περιλαμβάνει αδιαμφισβήτητα σημεία επαφής με συγκεκριμένα σημεία της
ηθικής, της ασκητικής και του μυστικισμού του Χριστιανισμού. Η άρνηση, η
περιφρόνηση της θέλησης βαίνει παράλληλα με την απαξίωση του πολιτικού
στοιχείου της ανθρώπινης ύπαρξης, με τον οικουμενιστικό ατομικισμό και
την αξιολογική κατάργηση της ιστορίας.
Το ρητό αποτελεί ένα βασικό συστατικό της νιτσεϊκή φιλοσοφίας. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Νίτσε είναι δυνατόν να διαβαστεί εισαγωγικά ως ένας μη συστηματικός συγγραφέας διαβρωτικών, δηκτικών και αδίστακτων αφορισμών.
Όμως, έστω κι έτσι είναι ολοφάνερο πως ο Νίτσε ακολουθεί κι επιδιώκει
συστηματικά την θέση του Σοπενχάουερ περί της υποταγής της διάνοιας στις
προθέσεις της θέλησης. Οι συνήθεις δικαιώσεις των πράξεων θα ήσαν μια
επιπλέον συνακόλουθη εκλογίκευση μιας αρχέγονης ορμής : Η αναζήτηση
φανταστικών αιτιών για να χρεωθούν στις πραγματικές – μια εξαπάτηση του
εαυτού και των άλλων. Οι ειδικές περιπτώσεις τις οποίες διεξέρχεται ο
Νίτσε, όντας επίσης ακόμη περισσότερο ενοχλητικές, συγκροτούν μιαν ακόμη
ψυχρή επαγωγική αποδεικτική καθοδήγηση της γενικής του θέσης. Η σκέψη γιορτάζει με τον εαυτό της,
χαίρεται μ’ αυτό που είναι μονάχα μια ανταπόκριση στο ίδιο της το
ενδιαφέρον, διακηρυγμένο ως «ανταπόκριση στο αντικείμενο». Η «ψυχολογική
μέθοδος» στον Νίτσε αναπλάθει στην φαντασία τους όρους, τις συνθήκες,
υπό τα οποία αναπτύσσεται μια παραδοχή ή μια στάση.
Εάν μια ικανοποιητική ανάπλαση μπορεί ν’ απέχει από αντικειμενικές
πηγές, να τις παραμερίζει έτσι ώστε να επεξηγεί και να στηρίζει την
ανάδυση μιας πίστης, είναι υπεραρκετό να παρουσιάζεται έξω από τα
πλαίσια μιας εξωτερικής απόληξης (η οποία με άμεσους ή έμμεσους τρόπους
αποτυπώνει την σφραγίδα της αλήθειας στην οποιαδήποτε δοξασία και
πεποίθηση). Η όποια επιχειρηματολογία είναι ολότελα μάταιη όταν η
ανάπτυξη της πεποίθησης είναι σαφώς παρούσα και προκύπτει από την
πραγματικότητα της ζωής. Η αισώπεια αλεπού που δεν φθάνει τα
σταφύλια λέει στον εαυτό της πως είναι άγουρα και ξινά, αποτελεί
χαρακτηριστικό δείγμα μάταιης επιχειρηματολογίας την οποία αχρηστεύει η
πραγματικότητα.
Τέτοιου είδους αυταπάτες δεν αφορούν όμως μόνον στα άτομα. Λαοί
ολόκληροι και πολιτισμοί μπορούν να υποκύψουν σε μια υπερβατική
νόθευση, διαστρέβλωση και ουσιαστική παραποίηση της ζωντανής
πραγματικότητας. Μέσα σ’ αυτήν την υπερβατική διαστρέβλωση,
τους περιτριγυρίζει ένας κόσμος φανταστικών αιτιών και επιδράσεων ή και
εκδηλώνεται γύρω τους μια μεταστροφή των αξιών που αποσκοπεί στην καταστροφή του ισχυρότερου.
Ο Νίτσε ορμώμενος από αυτήν την φρικτή του διαπίστωση εξαπέλυσε την
βίαιη κριτική του κατά του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού και όχι από
έναν απλό, ρηχό κι ευτελή αντισημιτισμό υλιστικού χαρακτήρα ή μιαν
επιπόλαιη και στοιχειώδη αξιολογική κριτική της Βίβλου.
Μέχρις αυτό το κομβικό σημείο ο Νίτσε φαίνεται πως ακολουθεί τον
Σοπενχάουερ. Η θέληση αποτελεί και για τον Νίτσε την ουσία του κόσμου
μόνο που αυτός σε φανερή αντίθεση με τον Σοπενχάουερ διακήρυξε μια
διδασκαλία απόλυτα συνεπή προς την θέληση. Μια διδασκαλία που είναι
πραγματιστική στην μεταφυσική της και βουλησιαρχική στην κατάταξη των
αξιών : ούτε ο κόσμος αποτελεί μια φαινομενική παράσταση, ούτε η σκέψη
είναι κάτι το οποίο πρέπει να απαρνηθούμε.
Πως θα μπορούσε να εκφραστεί, ν’ αποτυπωθεί με τον ισχυρότατο δυνατό
τρόπο η πραγματικότητα του κόσμου; Μέσα σ’ αυτήν επιβεβαιώνεται και
επικυρώνεται ο άνθρωπος έως το άπειρο. Κάθε μέρος της πραγματικότητας
δεν είναι απλά και μόνον υπαρκτό, αλλά θα υπάρξει και πάλι απεριόριστες
φορές. Αυτός είναι ο δυσθεώρητος «Μύθος της Αιώνιας Επιστροφής»,
ταυτόχρονα της πιο ισχυρής επικύρωσης της θέλησης. Δεν θα επιστρέφουμε
στην άθικτη και αμόλυντη καθαρότητα του τίποτε, στην καθαρότητα της
ανυπαρξίας, γιατί είμαστε θέληση για ισχύ και αυτό θα παραμείνουμε για
πάντα. Συνεπώς δεν υπάρχει θέση μέσα σ’ αυτήν μας την
κοσμοθεωρητική άποψη για κάποιο «τέλος της ιστορίας»: οι ιεραρχίες, η
πολιτική, η σύγκρουση, που υποτιμήθηκαν ή περιφρονήθηκαν από τον
Σοπενχάουερ, με τον Νίτσε εμφανίζονται ως ουσιώδεις τροχιές της ύπαρξης
και αποκτούν νέα πανίσχυρη πνοή.
Η νιτσεϊκή θέληση αποτελεί την δρώσα οντότητα που θεμελιώνει τις
αξίες στον κόσμο. Ο κίνδυνος τον οποίο αυτή παριστά στο τέλος της
χριστιανικής περιόδου, που εκπνέει αμετάκλητα, αφορά στον μηδενισμό ο
οποίος ταυτίζει την ηθική συναίσθηση και την σημασία της με την
χριστιανική κανονιστική θέσπιση νόμων. Κι από εκεί προέρχεται η
ακυρότητα του κόσμου που εκπηγάζει από τον θάνατο του Θεού. Εν
όψει αυτού του μηδενισμού πρέπει να δημιουργηθούν νέες αξίες κι αυτό να
πραγματωθεί με την μεταφυσική και ποιητική έννοια. Να δημιουργηθούν !
Όχι ν’ ανακαλυφθούν ούτε ν’ απορρεύσουν. Η φιλοσοφία πρέπει να
γίνει τέχνη. Στο φιλοσοφικό του ποίημα του θριαμβικού θανάτου («Η έσχατη
θέληση», στους «Διθυράμβους του Διονύσου»), η θέληση του φίλου παύει
όχι μ’ ένα ήπιο «άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν», αλλά
εκφράζεται με μια πανίσχυρη απαίτηση.
Είναι πολύ πιθανόν ότι ο Νίτσε ήθελε να παρουσιάσει συστηματικά την
φιλοσοφία του σ’ ένα μείζον έργο, το οποίο θα είχε ονομάσει «θέληση για
Δύναμη». Εν πάση περιπτώσει, πέρα από την μεταθανάτια έκδοση γραπτών
σκέψεων του σ’ ένα βιβλίο μ’ αυτό το όνομα, ο φιλόσοφος δεν μπόρεσε να
προχωρήσει σ’ αυτήν την κατεύθυνση , πέρα από κάποια σκαριφήματα και
προσχέδια ατελών περιγραμμάτων. Η υγεία του είχε μια φθίνουσα
«παλιρροιακή» τροχιά, κυμαινόμενη μεταξύ φάσεων οξύτατου πόνου και
ανεπαρκούς ανάνηψης. Κάθε βραχεία περίοδος σχετικής ειρήνης
παρουσιαζόταν ως ευτυχισμένη ανακωχή της αδιάκοπης πάλης του με την
ασθένεια, με την ύπουλη ψυχική νόσο που κατέτρωγε τον θεόσταλτο νου του.
Σε τέτοιες περιόδους ειρήνης μπορούσε να καταγράφει τις ιδέες του, να
σχολιάζει τις διαπιστώσεις του και να διαμορφώνει σχέδια. Μία επίπτωση
της διαταραγμένης υγείας του είναι και ο πρόδηλος αποσπασματικός
χαρακτήρας του συνολικού του έργου, η εκρηκτική αδημονία που προβάλλει
ολοφάνερη, καθώς και οι φαινομενικές ή βαθύτερες ανακολουθίες ή οι
αντιφάσεις των απόψεών του.
Με την σκέψη του Νίτσε ξεκινά μια κολοσσιαία εποχιακή στροφή, μια
αλλαγή στο πνεύμα που περιρρέει τον στοχασμό, καθώς ο Νίτσε σημασιοδοτεί
πράγματι μια μετάβαση προς τον «υπερανθρωπισμό» (δηλαδή προς την
αναζήτηση του υπερανθρώπου) μετά από δύο χιλιετίες ποικίλων δογμάτων
πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ισότητας. Στην περίπτωσή του, ένας
μύθος παρουσιάζεται έχοντας στις πηγές του μια γλώσσα, ο οποία ανήκει
σε κάποιον άλλο Λόγο. Η οποιαδήποτε συνομιλία και συζήτηση, υπ’ αυτήν
την συνθήκη, είναι φυσικά αναμενόμενο να περιέχει αντιφάσεις ,
αντιλογίες και ανακολουθίες, οι οποίες μπορούν να αρθούν μόνον σε μιαν
υστερότερη φάση. Μέχρι τότε η παρουσίαση της θεώρησής του θα είναι
ανορθολογική, εξωλογική και η όποια συστηματική κατάταξή της θα είναι
κατ’ αρχήν άωρη αν όχι αδύνατη.
Η προσέγγιση της σκέψης του Νίτσε προσκόπτει σε πραγματικές και
φανερές αντιφάσεις που θα βρούμε διαβάζοντας προσεκτικά και τις
εξαιρετικά διαλεγμένες ανθολογίες του έργου του. Για παράδειγμα, ο Νίτσε
επικρίνει αφ’ ενός εκείνους οι οποίοι δεν αρκούνται μόνο να
διακηρύττουν την όποια τους απαρέσκεια αλλά την κατευθύνουν να συνδεθεί
με εκλυτικές αιτίες. Αφ’ ετέρου όμως ο ίδιος παρέχει άφθονες αιτίες μιας
ριζικής κριτικής τουχριστιανισμού, προβαίνοντας έτσι σε μία
αυτοαντίφαση.
Κάθε αντίφαση συνιστά μεν ένα λογικό σφάλμα, όμως γεννιέται το
ερώτημα πως θα έπρεπε να αντιδρούμε απέναντι στις αντιφάσεις; Οφείλουμε
άραγε να τις διαγράψουμε και να τις λησμονήσουμε; Δεν χρειάζεται κανείς
να είναι οπαδός της εγελιανής διαλεκτικής ώστε να εκτιμήσει την
γονιμότητα συγκεκριμένων αντιθέσεων. Ακόμα και οι βάσεις των συγχρόνων
μαθηματικών στηρίζονται σε αντινομίες που έγιναν αποδεκτές και στη
συνέχεια άρθηκαν. Η σκέψη του Νίτσε είναι όπως προαναφέρθηκε μια ισχυρή
αντίθεση έναντι πολυάριθμων θέσεων του Σοπενχάουερ, μετά την ιδιοφυή
τους αρχική υποδοχή από τον Νίτσε. Ζώντας με τις αισθήσεις μας
σ’ έναν ευκλείδειο χώρο δεν μπορούμε να συλλάβουμε εύκολα την αντίληψη
των «μη ευκλείδειων γεωμετριών» του Ρίμαν και του Λομπατσέφσκι, δίχως
τις οποίες όμως θα ήταν αδύνατη η πραγμάτωση των διαστημικών ταξιδιών.
Και ο Γερμανός και ο Ρώσος μαθηματικός κατενόησαν τον Ευκλείδη αλλά τον
υπερέβησαν, διαμορφώνοντας ο καθένας το δικό του μη ευκλείδειο πρότυπο
κοσμοαντίληψης.
Ειπώθηκε εύστοχα πως η ευρωπαϊκή φιλοσοφία υπήρξε ένα ευρύ σύνολο υποσημειώσεων στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη. Με λιγότερο ακριβολόγο αλλά το ίδιο δικαιολογημένη ψυχική έξαρση θα
μπορούσε να ειπωθεί πως ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου πολιτισμού
αποτελεί ένα άθροισμα σημειώσεων για τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε.
Λίγοι σύγχρονοι στοχαστές γνωρίζουν τι οφείλουμε και στους δύο αυτούς
σπουδαίους Γερμανούς φιλοσόφους. Κι ακόμη λιγότεροι στοχαστές γνωρίζουν
τι δεν γνωρίζουν από αυτούς. Πολλοί μελετητές της φιλοσοφίας ή
«φιλοσοφούντες» προτείνουν να επανεκτιμήσουμε τον Νίτσε. Εμείς θεωρούμε
ότι συνιστάται να διαβάσουμε τον Νίτσε.
Η ερμηνεία του Νίτσε υπήρξε από μακρά ένα γιγαντιαίο «αμφισβητούμενο
ερώτημα», που υπερβαίνει σε έκταση και βάθος κάθε κοπιαστική αμφισβήτηση
της σχολαστικής φιλοσοφία, καθώς αν και επεκτείνεται από την αυτούσια
κειμενοκριτική και μελέτη των αποσπασματικών γραφών του έως την πολιτική
φιλοσοφία, στερείται ενός στοιχείου : στερείται της ουσιαστικής
αμφισβήτησης.
Η αλληλεπικάλυψη των ποικίλων ακαδημαϊκών ερμηνειών του
Νίτσε, ιδίως μεταπολεμικά, γέμισε και καλλιεργεί μια γκρίζα εκτονωτική
και «ουδετεροποιητική» προσέγγιση του γίγαντα της σκέψης. Αυτή η
αντισηπτική διάθεση, τροφοδοτημένη και από πολλές μορφές πολιτικής
ορθότητας, παράγει μια κανονιστική τάση σύγχρονης ερμηνευτικής
ορθοδοξίας που οδηγεί σε αποκήρυξη των αιρέσεων, όλων των ζωντανών και
παθιασμένων προσεγγίσεων του Νίτσε στο παρελθόν.
Δ. Τζεμπετζής
Δικηγόρος
Δικηγόρος
ΠΗΓΗ: ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ