Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Ο Αριστοτέλης για τον «άριστο βίο»


Η έννοια του «άριστου βίου» συγκεντρώνει πάντοτε το μέγιστο ενδιαφέρον του μεγάλου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, καθώς αποτελεί βασική του πεποίθηση ότι συνυφαίνεται άμεσα με τον προορισμό του ανθρώπου, δηλαδή με την ευδαιμονία του και τον αυτάρκη τρόπο βίωσης και διαβίωσης του.

Ωστόσο, ο άριστος βίος δεν δύναται να υφίσταται για κάθε άτομο ξεχωριστά, εάν η κοινωνική, πολιτική, πολιτειακή, οικονομική και η γενικότερη κατάσταση της πόλεως δεν είναι και αυτή άριστη. Και ο τρόπος για να είναι μια πόλη άριστη, δεν είναι άλλος από το άριστο πολίτευμα κατά την άποψη του Αριστοτέλη. Συνεπώς, άριστος βίος και άριστο πολίτευμα είναι πολύ στενά συνδεδεμένα, και δεν νοείται το ένα δίχως το άλλο.


Από αυτή την άποψη, η έννοια της άριστης κοινωνίας αναζητείται αφενός μέσα στην ενεργό και συνειδητή συμμετοχή του πολίτη στους κοινούς σκοπούς της πόλεως και αφετέρου μέσα στο είδος, δηλαδή στο «ποιόν» του πολιτεύματος της πόλεως. Ως εκ τούτου, δεν νοείται ως μια απλώς διανοητική ή ιδεατή σύλληψη, δηλαδή ως ένα «Δέον» ή επιθυμητό, αλλά ως το θεωρητικό και πρακτικό ενεργείν: ως ευπραξία μετ’ αρετής.

Εντός αυτού του πνεύματος, λοιπόν, κάθε πράξη για να λογίζεται ως δημιουργική ενέργεια και να είναι άριστη, πρέπει να είναι ενάρετη και αντίστροφα. Πιο συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι το ευχάριστο από μόνο του δεν είναι ενάρετο, και έτσι δεν ταυτίζεται με την ευδαιμονία. Το ευχάριστο χρειάζεται την αρετή, ώστε να ανταποκρίνεται στην ουσία της ανθρώπινης κοινωνίας, συνθέτοντας τον άριστο βίο της κοινωνίας και του ανθρώπινου ατόμου.

Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να διασαφηνιστεί αρχικά τι σημαίνει η έννοια της «αρετής» κατά τον Αριστοτέλη. Πρωτίστως, η μετρημένη στάση ζωής, δηλαδή η σύμφωνη με την μεσότητα ανάμεσα στις δυο ακρότητες της υπερβολής και της στέρησης, αλλά ταυτόχρονα και εκείνη η ενεργός ζωή, που πραγματώνει αυτή την μεσότητα, παράγοντας συνακόλουθα τόσο τα πνευματικά, όσο και τα υλικά αγαθά. Με βάση, λοιπόν, την αρχή της μεσότητας, καθίσταται δυνατό, κατά τον φιλόσοφο, το άριστο πολίτευμα και ο άριστος βίος, ενώ η ακύρωση αυτής της αρχής παράγει μοχθηρούς, κακούργους, απατεώνες και επίδοξους αρχομανείς, τόσο από το άκρο των ζάπλουτων, όσο και από το άκρο των πάμφτωχων.

Πιο αναλυτικά, ο Αριστοτέλης αποφαινόταν ότι η πολιτεία, δηλαδή το πολίτευμα, είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής της πόλεως. Όλες, βέβαια, οι πόλεις απαρτίζονται από τρία μέρη, από τους υπερβολικά πλούσιους, από τους υπερβολικά φτωχούς και από εκείνους που βρίσκονται στο μέσο αυτών των δύο. Καθώς, λοιπόν, είναι κοινώς αποδεκτό πως το μέτριο και το μέσον είναι το άριστο, γίνεται φανερό ότι και η απόκτηση όλων των ευτυχημάτων με μέτρο είναι βέλτιστη. Και αυτό, γιατί η με μέτρο απόκτηση των αγαθών υπακούει πολύ εύκολα στην λογική, ενώ ο υπερβολικά ωραίος ή ισχυρός ή ευγενικής καταγωγής ή πλούσιος, ή αντιθέτως ο υπερβολικά φτωχός ή ανίσχυρος ή ταπεινής καταγωγής είναι δύσκολο να ακολουθήσει την λογική. Και αυτό γιατί οι πρώτοι γίνονται κυρίως αναιδείς, αλαζόνες και μεγαλοαπατεώνες, ενώ οι δεύτεροι κακοποιοί και μικροαπατεώνες, που σημαίνει ότι άλλα αδικήματα διαπράττονται από αλαζονεία και άλλα από μοχθηρία.

Επίσης, ο Αριστοτέλης προσέθετε ότι όσοι βρίσκονται στο μέσον ελάχιστα ενδιαφέρονται να αποφεύγουν ή να καταλαμβάνουν αξιώματα, καθώς αμφότερες οι εν λόγω επιδιώξεις βλάπτουν τις πόλεις. Εξάλλου, όσοι έχουν υπερβολικά ευτυχήματα, δηλαδή αγαθά όπως δύναμη, πλούτο, φίλους και άλλα παρόμοια, ούτε θέλουν, ούτε εννοούν να υπακούουν στην εξουσία, λόγω της πολυτελούς ζωής τους. Από την άλλη πλευρά, οι υπερβολικά φτωχοί είναι συχνά δουλοπρεπείς, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν να ασκούν εξουσία, παρά μόνο να εξουσιάζονται δουλικά από κάποια δεσποτική αρχή. Εντούτοις, οι πρώτοι δεν ανέχονται να εξουσιάζονται από καμιά δύναμη, παρά μόνο να ασκούν οι ίδιοι δεσποτική εξουσία. Έτσι, καταλήγουμε σε μια πόλη δούλων και εξουσιαστών, όχι όμως ελεύθερων ανθρώπων.

Αντίθετα, ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι μια πόλη διέπεται από την απαίτηση να αποτελείται από ίσους και όμοιους πολίτες στο μέγιστο δυνατό βαθμό, κάτι το οποίο εντοπίζεται στην μέση τάξη. Ως εκ τούτου, άριστο πολίτευμα έχει κατ’ αναγκαιότητα η πόλη, βάσει της φύσης της.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Αριστοτέλη, όσοι προέρχονται από το άκρο των υπερπλουσίων είναι αναιδείς και αλαζόνες, υβριστές και μεγαλοπόνηροι, και αυτό γιατί ο λογισμός τους δεν συνάδει με την φύση του έλλογου ανθρώπου, παρά με την ασπλαχνία, τον αμοραλισμό των μεγάλων συμφερόντων και με την εχθρότητα για το γενικό συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, δηλαδή με του μέσου, της μεσότητας, της μέσης τάξης.

Εντούτοις, ο φιλόσοφος επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη πλειοψηφία δεν είναι απλώς αριθμητική, αλλά εννοιολογική ενότητα ποσότητας και ποιότητας ανθρώπων. Οι άνθρωποι της μεσότητας, σε αντίθεση με εκείνους της άκρατης δολιότητας, ενεργούν με φρόνηση, καθώς είναι αυτάρκεις και δεν έχουν ανάγκη να βλάψουν τα αγαθά των συνανθρώπων τους. Δεν υπονομεύουν και δεν υπονομεύονται, αλλά υπερασπίζονται την Λογική του άριστου, δηλαδή της ισορροπίας, της εσωτερικής ανταπόκρισης προς το αληθινά κοινό συμφέρον και προς την ισότητα των πολιτών.

Μια τέτοια πλειοψηφία, λοιπόν, δεν διέπεται από στυγνή αντιπαλότητα ή από βάρβαρη βιαιότητα για τον άλλο. Έτσι, δεν ολισθαίνει προς εκείνο το αχαλίνωτο είδος «δημοκρατίας», που εκφυλίζεται σε άκρατη ολιγαρχία ή τυραννίδα. Ωστόσο, σε αντίθεση με αυτή την πολιτική μεσότητα, οι μεγαλοπόνηροι και οι μεγαλοαπατεώνες, καθώς και το άλλο άκρο των υπερβολικά φτωχών, των εξαθλιωμένων και των μικροπόνηρων, ως δουλικά όργανα των μεγαλοπόνηρων, είναι οι κύριοι εκφραστές της αριστοτελικά εκφυλισμένης σε τυραννίδα δημοκρατίας.

Τέλος, επισημαίνεται ότι ο Αριστοτέλης με την έννοια της μεσότητας δεν εννοεί κάτι το ποσοτικά και αριθμητικά ενδιάμεσο ανάμεσα στην υπερβολή και την στέρηση, αλλά την εσωτερική λογική εξισορρόπησης, εναρμόνισης, συμμετρικής διαλλαγής δυο αντίθετων άκρων, εννοώντας σε επίπεδο αναλογικά της πολιτικής κοινωνίας, την ίση μεταχείριση των πολιτών και κατ’ επέκταση την κοινωνική ισότητα.