Το παρακάτω είναι κομμάτι από ένα εκτενέστερο άρθρο που έγραψε
στην πατριωτική γαλλική ιστοσελίδα Polémia, μετά την σφαγή στη Νίκαια, ένας
«μη πολιτικά ορθός» Γάλλος που διατηρεί λογαριασμό στο Twitter, υπό το όνομα Ulysse (Οδυσσέας).
Κάνει αναφορά σε τρία έργα από την κλασική αρχαιότητα: Πλάτωνος / Οράτιου
(Κήπος του Ακάδημου), Κικέρωνα (Tusculanae Disputationes) και Αγίου Αυγουστίνου
(De Trinitate). Tα σχόλιά
του Ulysse στο τουίτερ είναι σύντομα, αλλά αιχμηρά, σαρδόνια και ανελέητα για
εκείνους που καταστρέφουν την χώρα του. Ο λογαριασμός του σήμερα φαίνεται να έχει
ανασταλεί! Η democarcy ξαναχτύπησε!
Αυτό που είναι ασυνήθιστο ίσως βρίσκεται αλλού. Έχει να
κάνει με τον πραγματικό ανήκουστο λήθαργο του εθνικά γαλλικού πληθυσμού, του
πληθυσμού που είναι ο ιστορικός θεματοφύλακας της ταυτότητας του έθνους μας. Το
γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία λαϊκή αντίδραση οποιουδήποτε μεγέθους, καμία εξέγερση,
ειρηνική ή μη ειρηνική, που θα απαιτούσε την άμεση λογοδοσία αυτής της
κυβέρνησης των προδοτών, ή εισβολή σε κάθε ένα από τα γκέτο που είναι γνωστό
ότι έχουν διαβρωθεί μέχρι τον πυρήνα από τον Σαλαφισμό και την μαφία των ναρκωτικών:
τερατώδεις εκτάσεις αναπαραγωγής που γεννούν αυτούς τους εκτοπισμένους
τζιχαντιστές που μας επιτίθενται. Το γεγονός ότι δεν υπήρχαν αντίποινα εναντίον
εκείνων που προωθούν αυτή την κατάσταση: ούτε από εκείνους στις υψηλές θέσεις, ούτε
από εκείνους κάτω, είναι το καταστροφικό σύμπτωμα της έλλειψης δύναμης ζωής,
μια ναρκωμένη παράδοση στην εισβολή, μια συναίνεση - πρέπει να ειπωθεί - στην εξαφάνιση του γαλλικού έθνους. Στη Νίκαια, παιδιά κονιορτοποιήθηκαν. Ο τζιχαντισμός
σκοτώνει; Το ίδιο κάνει και η ευγένεια. Και αν ο πρώτος είναι αγενής, η δεύτερη
είναι υποτακτική στον πρώτο, είναι σκέτη ντροπή. Όπως σημείωσε πρόσφατα ο Renaud
Camus, η τρομερή ειρωνεία είναι ότι η εποχή μας, ανίκανη να παράγει ένα έργο
τέχνης, μια σκέψη, μια αυθεντική πνευματικότητα, κάτι εξαιρετικό που να δίνει
αξία στη ζωή των ανθρώπων, είναι σε θέση να διατηρήσει, από τις αυστηρές
απαιτήσεις του πολιτισμού, μόνο εκείνο που μας απαγορεύει να τον προστατεύσουμε.
Η τελική μορφή που έλαβε η ευρωπαϊκή σκέψη είναι, σε μια παράλογη μεταστροφή, αυτή
που την καθιστά αδύνατη να αμυνθεί ενάντια στις δυνάμεις που επιδιώκουν τον
αφανισμό της.
Αυτό που μας έχει απομείνει από τον Κήπο του Ακάδημου, από
την Cultura Animi (Καλλιέργεια Ψυχής) των Tusculanae Disputations, από το De Trinitate, είναι
το πολύτιμο προνόμιο να αφήσουμε τους εαυτούς μας να σφαγιαστούν από τον πρώτο
σαλαφιστή που θα έρθει, στον οποίο προηγουμένως θα έχουμε χορηγήσει άδεια για
την κατασκευή τζαμιού, άδεια για να έχει δώδεκα παιδιά, να βάζει τη σύζυγό του
κάτω από ένα κηροσβέστη, να στέλνει όλα τα χρήματά του σε μια ξένη χώρα και να
ζει εις βάρος του συστήματος κοινωνικής μας πρόνοιας. Ο τζιχαντισμός είναι
βάρβαρος, το γνωρίζουμε αυτό. Αλλά ένας λαός που μόνο προμηθεύεται από το
κατάστημα της αλήθειας όπλα για να καταστρέψει τον εαυτό του, που χρησιμοποιεί
τα μέσα του πολιτισμού ενάντια στον πολιτισμό, δεν είναι λιγότερο βάρβαρος. Η
ξενοφιλία μας και η ειδωλολατρία του «Άλλου», δεν είναι παρά διαμορφώσεις
του αυτο-μίσους και καθρέφτες του μίσους που οι ισλαμιστές αισθάνονται για εμάς.
Αν δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι μετά τη σφαγή στη
Νίκαια, οι κυβερνήτες μας συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν μηχανικά το ίδιο ποίημα «δικαιολογιών»,
δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο λαός δεν έχει την αντοχή να
προκαλέσει την παραμικρή εξέγερση, ή ακόμα πιο συγκρατημένα, απλά να αμφισβητήσει
τους θεσμούς που έκαναν δυνατή μια τέτοια σφαγή.
Στο τέλος, είναι το αποδομητικό πνεύμα του («Μάη» του) 1968
που κέρδισε και ο Διαφωτισμός που συνεχίζει να προπαγανδίζει τις τελευταίες αντιφατικές
τρέλες του: όταν ολόκληροι λαοί εισβάλουν και μας σκοτώνουν, και εμείς βλέπουμε
μόνο «μετανάστες» και «ψυχιατρικές περιπτώσεις» (αιώνια ετικέτα των μέσων
μαζικής ενημέρωσης). Ξέρουν ότι ανήκουν σε θρησκευτικές, ηθικές και εθνικές
κοινότητες που ξεπερνούν την ιδιαιτερότητά τους, ενώ εμείς πιστεύουμε ότι μια
κοινότητα, όποια και αν είναι, προκύπτει από το άθροισμα των ιδιαιτεροτήτων.
Είναι η ίδια η έννοια του «λαού», ως η καθοριστική προϋπόθεση για την ανάδειξη
των προσώπων που έχουν γίνει ακατανόητα η πλειοψηφία.