Υπάρχουν ερωτήματα, τα οποία ο άνθρωπος είναι μοιραίο να μην
καταφέρει να απαντήσει ποτέ. Παρά την επιστημονική πρόοδο και την
εξέλιξη του τεχνικού πολιτισμού μας είναι βέβαιο ότι κάποια τελεολογικού
τύπου ερωτήματα δεν θα απαντηθούν ποτέ. Αυτή η μη δυνατότητα υπάρξεως
σαφούς απαντήσεως είναι που προκαλεί και το ενδιαφέρον γύρω από αυτά,
φτάνοντας εν τέλει να δημιουργούν μία μεταφυσική διάσταση των πραγμάτων,
η οποία φυσιολογικά δεν θα έπρεπε να αγνοείται ούτε και από τον πιο
ακραιφνή υποστηρική του υλισμού, αφού η επίδρασή της στα γήινα είναι
απτή και πραγματική.
Ο λόγος, εν προκειμένω, περί του πεπρωμένου, της μοίρας
εκάστου ανθρώπου και κατά πόσο αυτή είναι προδιαγεγραμμένη ή καθορίζεται
στην πορεία βάσει των αποφάσεων του καθενός εξ ημών. Αυτό το
ερώτημα, που είναι προφανώς θρησκευτικού περιεχομένου έχει σαφή
αντίκτυπο στον τρόπο που αντιμετωπίζει τη ζωή ο μέσος άνθρωπος και τον
τρόπο με τον οποίο λαμβάνει τις καθημερινές του αποφάσεις.
Ο μοντέρνος άνθρωπος πιστεύει ότι «ζεις μονάχα μια φορά» και ότι
ορίζει ο ίδιος το κάθε δευτερόλεπτο της μοίρας του, αλληλεπιδρώντας με
την κοινωνία και τους υπόλοιπους ανθρώπους. Η αρχαία παράδοση,
αντιθέτως, όριζε τις ζωές των ανθρώπων ως προδιαγεγραμμένες από τις
Μοίρες μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, εξού και ήταν ανύπαρκτες
σύγχρονες δοξασίες, όπως η Κοινωνιολογία. Ως αρχαία παράδοση, όπως θα
δούμε παρακάτων δεν ορίζουμε μονάχα την Ελληνική, αλλά και την
Σκανδιναβική.
Όσον αφορά την Ελληνική Αρχαία Παράδοση, θα εγκύψουμε για
άλλη μία φορά στα πλατωνικά κείμενα, όπου στην «Πολιτεία» και
συγκεκριμένα στο Δέκατο Βιβλίο μπορούμε να βρούμε τον μύθο του Ηρός του
Αρμένιου, ο οποίος απέθανε στη μάχη και όταν βρέθηκε στη νεκρική πυρά,
σηκώθηκε και άρχισε να εξιστορεί στους εμβρόντητους θνητούς τα όσα
λαμβάνουν χώρα στον κάτω κόσμο.
Σύμφωνα με την εξιστόρηση του Ηρός, ο οποίος στάλθηκε πίσω ακριβώς
για να εξιστορήσει τα όσα είδε, οι ψυχές ερχόντουσαν ύστερα από
χιλιόχρονη διαδρομή ενώπιον της Ανάγκης και των Μοιρών, οι οποίες
τραγουδούσαν τα περασμένα, τα τωρινά και τα μελλούμενα. Εκεί ένας Μάντης
τους παρέθετε ενώπιόν τους τις ζωές που θα μπορούσαν να ζήσουν, αφότου
τις είχε πάρει από τα γόνατα της Μοίρας Λάχεσης. Οι ψυχές διάλεγαν, με
σειρά καθορισμένη από την αρετή που χαρακτήριζε τον πρότερο βίο τους,
την επόμενη ζωή τους, η οποία στη συνέχεια θα καθόριζε αν μεταθανάτια θα
έκαναν χιλιόχρονη διαδρομή προς τον Ουρανό και τις ενάρετες απολαύσεις ή
προς τα Τάρταρα και τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα εκεί.
«Όταν λοιπόν όλες οι ψυχές είχαν κάνει τις επιλογές ζωής, όπως
έτυχαν κατά σειρά, πήγαν μπροστά στη Λάχεση· εκείνη έδινε στον καθένα τη
θεότητα που είχε επιλέξει, για να είναι φύλακάς της και να εκπληρώνει
τις επιλογές της. Η θεότητα αυτή οδηγούσε την ψυχή πρώτα στην Κλωθώ, για
να επικυρώσει με το χέρι της με περιστροφή του αδραχτιού τη μοίρα που
διάλεξε η ψυχή με τη σειρά που της έτυχε· όταν άγγιζε το αδράχτι, την
έφερνε εκεί που έγνεθε η Άτροπος κάνοντας να μην αλλάζουν όσα έκλωσε η
Κλωθώ. Από εκεί λοιπόν, χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν πίσω, περνούσαν
κάτω από το θρόνο της Ανάγκης και περνώντας από εκείνον, όταν πέρασαν
και άλλοι, τραβούσαν προς την πεδιάδα της Λήθης μέσα σε λάβρα και σε
πνιγηρή ατμόσφαιρα· διότι εκεί δεν υπάρχουν δέντρα και όσα βγάζει η γη.»
(Πλάτωνος Πολιτεία – Βιβλίο 10ο – 620 Ε – 621 Α)
Στην Σκανδιναβική παράδοση υπάρχουν τρεις Μοίρες (Norns) που
καθορίζουν τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, αλλά και πολλές άλλες,
διάφορων φυλών όπως μαρτυρούν τα ποιήματα που η μία γενιά κληροδοτεί
στην επόμενη, που παρίστανται στη γέννηση ενός ανθρώπου και αποφασίζουν
για όλη του τη ζωή.
Όπως μαρτυράται στο ποίημα Völuspá, οι σκανδιναβικές μοίρες ζουν σε
ένα σπίτι κάτω από το Yggdrasil, όπου νομοθετούν και καθορίζουν τις ζωές
των υιών των αθρώπων. Αντιστοίχως στο ποίημα Helgakviða Hundingsbana I,
οι μοίρες επισκέπτονται τον ήρωα Helgi Hundingsbane και γνέθουν τον
ιστό της μοίρας του, καθορίζοντας ότι θα γίνει ο πιο φημισμένος
πολεμιστής και καλύτερος από τους πρίγκιπες. Στη συνέχεια του ποιήματος ο
ήρωας κατηγορεί τις μοίρες επειδή ήταν «γραφτό» να σκοτώσει τον πατέρα
και τον αδερφό της αγαπημένης του, προκειμένου να την παντρευτεί.
Τα παραπάνω μας δείχνουν σε ποιο βαθμό θεωρούσαν – πίστευαν τόσο οι
Σκανδιναβοί, όσο και οι Έλληνες, ότι η ζωή τους ήταν προκαθορισμένη από
ανώτερες δυνάμεις. Το γεγονός ότι το κάθε δευτερόλεπτο της ζωής τους
θεωρούταν προκαθορισμένο – προαποφασισμένο από υπέρτερές τους δυνάμεις,
σήμαινε ότι τουλάχιστον τα γεγονότα – σταθμοί της ζωής τους ήταν
αναπόδραστα, κάνοντας μάταιη την όποια προσπάθεια διαφυγής. Μείωνε από
τη μία την ισχύ της ελεύθερης βούλησης, όμως από την άλλη ήρε την
αναποφασιστικότητα και τον φόβο, τον οποίο όλοι νιώθουν ενώπιον κάποιου
σοβαρού διλήμματος. Εξου και η ισχυρή αποφασιστικότητα του
ημίθεου Ηρακλή, στον μύθο που διέσωσε ο Ξενοφών, ενώπιον του δρόμου της
Αρετής και της Κακίας.
Η βαθιά αυτή κοσμοθεωρητική αντίθεση καταδεικνύεται εξόχως εύστοχα σε
μία χολυγουντιανή παραγωγή, όπου ο εφήμερος υλικός άνθρωπος της
Ανατολής ευρισκόμενος μεταξύ σκανδιναβών και αναμένοντας επίθεση δεν
μπορεί να κοιμηθεί. Τότε ένας εκ των Σκανδιναβών τον καθησυχάζει,
λέγοντάς του ότι τα πάντα είναι γραμμένα και συνεπώς ας «ψάξει μια τρύπα
να κρυφτεί». Εν τέλει, βέβαια, μιας και μιλάμε για χολυγουντιανή
παραγωγή, η ταινία δίνει το μήνυμα απαξίωσης αυτής της οπτικής, η οποία
δεν συνάδει με το πνεύμα του άκρατου παγκοσμιοποιητικού καταναλωτισμού,
τον οποίο στηρίζει και η λεγόμενη «νέα αριστερά».
Ερχόμενοι στο ιδεολογικό πεδίο αυτής της θρησκευτικού τύπου διαφοράς
μπορούμε να δούμε για άλλη μία φορά την προαιώνια σύγκρουση μεταξύ
υλισμού και ιδεαλισμού, η οποία μαίνεται ανοιχτά ήδη από την εποχή του
Επίκουρου, επί της διαστρέβλωσης του οποίου «πατάει» άλλωστε η θρησκεία
του υλικού ευδαιμονισμού, στην οποία εδράζονται τα διδάγματα της
σύγχρονης εποχής και τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στην φράση του
Ροβεσπιέρου «ο νόμος όλων είναι η ελευθερία, η οποία τελειώνει εκεί που
αρχίζει η ελευθερία του άλλου».
Το ότι αυτά τα διδάγματα επιβλήθηκαν με την απειλή της γκιλοτίνας την
εποχή της Γαλλικής Επαναστάσεως αποτελεί, προφανώς, τον οδηγό στον
οποίο ελπίζουν οι πρεσβευτές αυτής της ιδεοληψίας. Το γράφει, άλλωστε,
ξεκάθαρα ο Ιουδαίος υλιστής φιλόσοφος, Karl Popper, ο οποίος στο πόνημά
του “Open Society and its enemies” (οποιαδήποτε συνωνυμία με την ΜΚΟ του
Soros δεν είναι καθόλου τυχαία) γράφει:
«Η απεριόριστη ανοχή οδηγεί στην εξαφάνιση της ανοχής. Αν
επεκτείνουμε απεριόριστη ανοχή ακόμα και σε αυτούς που δεν είναι
ανεκτικοί, αν δεν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε την κοινωνία της
ανοχής έφοδο των μη ανεκτικών, τότε οι ανεκτικοί θα καταστραφούν και η
ανοχή μαζί τους. Με αυτή την δήλωση δεν υπονοώ, παραδείγματος χάριν, ότι
θα πρέπει πάντα να καταπιέζουμε την εκφορά μη ανεκτικών φιλοσοφιών. Όσο
μπορούμε να τις αντιμετωπίζουμε με λογικά επιχειρήματα και να τις
κρατάμε υπό έλεγχο στην κοινή γνώμη, τότε η καταστολή θα ήταν σίγουρα μη
ενδεδειγμένη επιλογή. Αλλά πρέπει να διεκδικήσουμε το δικαίωμα να τους
καταστείλουμε ακόμα και με την βία αν χρειαστεί.»
Το πρόβλημα στην όλη θεώρηση των πραγμάτων είναι ακριβώς αυτό το
παράδοξο που περιέγραψε Popper, απλώς σε ευρύτερο επίπεδο. Ο κόσμος της
παγκοσμιοποίησης τον οποίο ονειρεύονται οι πλουτοκράτες, όπου θα
υπάρχουν μονάχα καταναλωτές και εργαζόμενοι, όπου δεν θα υπάρχουν
διαφορές, αντιδράσεις ή αντίθετες γνώμες, είναι μοιραίο να καταστραφεί,
συμπαρασύροντας στην κατάρρευσή της και ανθρώπους, οι οποίοι προφανώς
δεν φταίνε, μερικοί εκ των οποίων μάλιστα είναι και ιδεαλιστές. Ο
εφιάλτης των τρομοκρατικών χτυπημάτων από τζιχαντιστές αυτό ακριβώς
αποδεικνύει.
Ο υλικός ευδαιμονισμός, τα “human rights for all”, η «ανοχή» του
Popper και το δόγμα “ζεις μονάχα μια φορά” δημιουργούν μία κοινωνία
ανθρώπων, οι οποίοι δεν προτίθενται να θυσιαστούν, προκειμένου να την
υπερασπιστούν. Εν τέλει, ασχέτως του ποια είναι η πραγματικότητα (την
οποία δεν θα μάθουμε ποτέ) θεωρώντας ότι καθορίζουμε κάθε δευτερόλεπτο
της ζωής μας και θέτοντας ως ύψιστο ιδανικό την βιολογική επιβίωση και
τον υλικό ευδαιμονισμό, εκχωρούμε την αξιοπρέπεια ημών και πολύ
χειρότερα του Έθνους μας στους παγκόσμιους δυνάστες.
Αντιθέτως, θεωρώντας τη μάχη αναπόφευκτη και το αποτέλεσμά της
προκαθορισμένο αδιαφορούμε για την ισχύ του αντιπάλου και εστιάζουμε
στην στρατηγική και την τακτική, η οποία θα αποφέρει το καλύτερο
αποτέλεσμα. Έτσι ο μεγαλοδύναμος εχθρός δεν μπορεί να συνεχίσει
να παριστάνει τον παντοδύναμο και αναγκάζεται να αντιπαρατεθεί
ουσιαστικά, πολλές φορές με αναπάντεχα αποτελέσματα. Αυτό αποδεικνύει,
άλλωστε, και η μάχη του Μαραθώνα, όπου ο Κυναίγειρος έφτασε να
καταδιώκει με γυμνά χέρια τα περσικά πλοία, τα οποία είχαν τραπεί σε
φυγή και οι Έλληνες είχαν καταγάγει μία υπερήφανη νίκη εναντίον του
πολυάριθμου περσικού στρατού.
Κώστας Αλεξανδράκης